Μπροστά από το καφέ-ρεστοράν «Αφροδίτη», δίπλα από τις θαλασσί καρέκλες σκηνοθέτη µε το πλαστικό πανί, ο Ηρακλής Μαµουδέλος στέκεται όρθιος. Στο αριστερό του χέρι κρατάει παραµάσχαλα έναν µαύρο δίσκο. Το δεξί είναι λυγισµένο, η παλάµη του ανοιχτή, κοιτάει προς τα πάνω, σαν να προβάρει τη στάση «ανοίξαμε και σας περιμένουμε». Στην παραλία της Ψερίμου, ενός μικρού νησιού ανάμεσα στην Κάλυμνο και την Κω, δεν κολυμπάει κανείς ακόμη. Ο Ηρακλής Μαμουδέλος δεν μιλάει. Το σώμα του, όπως και το βλέμμα του, είναι στραμμένο στο λιμανάκι της Ψερίμου. Αδημονεί και περιμένει.
Το σκηνικό έχει στηθεί από το πρωί. Οι άνθρωποι της παραλίας, της βασικής ατραξιόν της Ψερίμου, είναι έτοιμοι να δεχθούν τους τουρίστες που σταδιακά καταφθάνουν από την Κω από τις 11 και φεύγουν γύρω στις 5, όταν το νησί αδειάζει και πάλι.
Στο διάστημα αυτό, όλη η Ψέριμος κάτι πουλάει. Τα σχεδόν αυτοσχέδια μαγαζιά, σουβενίρ – γυάλινα τασάκια, κούπες, ποτηράκια. Πουλάνε ρούχα –πλεκτά συνολάκια, μονόχρωμα παρεό, πολύχρωμα καφτάνια– που κρέμονται από τις χαμηλές σκεπές τους, κάνοντας τα ακριανά σημεία του νησιού να θυμίζουν βεστιάριο. Κάποιοι πουλάνε μάσκες και αναπνευστήρες. Αλλοι, παγωτά, μπίρες, νερά. Αυτά για τους πιο οργανωμένους πωλητές, οι περισσότεροι εκ των οποίων τον χειμώνα ζουν στην Κάλυμνο. Οι ηλικιωμένοι ντόπιοι πουλάνε λιγότερο εξεζητημένα προϊόντα. Η πραμάτεια του κ. Νικόλα αποτελείται από βότανα και κολιέ από κόκκινο σχοινί και κοχύλια. Τα στήνει, πριν φθάσει κάθε πλοίο, στην πέτρινη γωνιά όπου τελειώνει ο στενός δρόμος της προβλήτας και αρχίζει η αμμουδιά.
Ο 76χρονος Σακεδάρης Ξηβουράς πριν συνταξιοδοτηθεί ήταν σφουγγαράς. «Τώρα εμπορεύομαι σπόγγια και κοχύλια», λέει στην «Κ» πίσω από τον πάγκο του στη μέση της παραλίας. Σε ένα καλάθι έχει τοποθετήσει ένα λευκό τετράδιο με μπλε γραμμές. Εκεί γράφει τις τιμές. «Δεν ξέρω αγγλικά», λέει σχεδόν απολογητικά.
Οταν οι τουρίστες καταφθάνουν κατά κύματα, όλο το νησί λέει μια φράση: «Yes please». Ενα από τα τρία πρώτα πλοία του three-island tour, που ξεκινάει από την Κω και περνάει από την Ψέριμο, είναι φτιαγμένο σαν πειρατικό – στο πίσω μέρος του φέρει χρυσή νεκροκεφαλή και μια επιγραφή που γράφει στα αγγλικά «Οι πειρατές του Αιγαίου». Η απόλυτη ησυχία της παραλίας σπάει από τις δυνατές μουσικές των καραβιών και τη φωνή του ξεναγού. «This is Pserimos island, please stay here for one hour», λέει και οι τουρίστες αρχίζουν να ξεχύνονται από την κοιλιά του πλοίου. Η παράσταση αρχίζει.
Ο «ντελάλης»
«Yes please, everything good price, beer, souvenirs», λέει ο 73χρονος Παντελής Λυμπέρης στους τουρίστες. Τις έχει μάθει καλά αυτές τις λέξεις, είναι η μανιέρα του, για έξι μήνες αυτές τις ώρες της ημέρας γίνεται η ταυτότητά του, σταματάει να είναι ο Παντελής και γίνεται ο «yes please», ο ντελάλης της Ψερίμου.
«Best of the best honey, here please, yes please, I make it our honey, try it», φωνάζει μάταια στους Αγγλους, Γερμανούς, Ιταλούς που έχουν ήδη γεμίσει την παραλία με τα πολύχρωμα μαγιό τους και τον αέρα με τη μυρωδιά από το αντηλιακό τους. Προτάσσει ένα κομμένο καλαμάκι, με λίγο από το μέλι του στην άκρη. «Οϊ!», τους φωνάζει. Ενας Αγγλος τουρίστας πλησιάζει. Δεν θέλει να δοκιμάσει μέλι. Ψάχνει τσιγάρα. Ο κ. Λυμπέρης βγάζει ένα καφάσι – μέσα έχει καπνούς Old Holborn και λίγα πακέτα, για iqos ούτε λόγος. Βλέπει ότι το μέλι δεν περνάει κι αλλάζει το τροπάριο. «Ice cream, clothes», φωνάζει τώρα.
«Εχει εξελιχθεί πάρα πολύ ο τουρισμός, αλλά είναι της μιας ώρας – δεν αφήνουν πολλά οι τουρίστες, δεν είναι σαν την Ελληνίδα ή τον Ελληνα», λέει στην «Κ» η 71χρονη σύζυγός του, Ειρήνη. «Αγγλικά, ποια αγγλικά – πέντε λέξεις λέμε και γελάμε, είμαι σε μεγάλη ηλικία, δεν με καταλαβαίνουν και όλο χαμογελώ σαν τη χαζή, αλό, αλό, και στον ύπνο μας αλό φωνάζουμε», συμπληρώνει.
Ο 88χρονος Γιώργος Μπαϊράμης παρακολουθεί την παραλία από την αυλή της ταβέρνας που μέχρι πριν από λίγα χρόνια λειτουργούσε με τη γυναίκα του. Τώρα, η ξύλινη επιγραφή της «Καλής καρδιάς» έχει ξεφτίσει. «Ερχονται πολλοί και δεν αφήνουν πολλά», λέει, «μόνο κανένα παγωτό ψωνίζουν». Πράγματι, οι περισσότεροι τουρίστες είναι μαζεμένοι γύρω από τα ψυγεία με τα παγωτά, αγοράζοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων και κάποιο αναψυκτικό. Αλλοι κάθονται στα τρία καφέ της παραλίας.
«Δεν προλαβαίνεις να εξυπηρετήσεις», λέει στην «Κ» ο Νικόλας Τιλιάκος, ιδιοκτήτης του καφέ «Αννα». «Δεν μπορείς να προωθήσεις το φαγητό που πρέπει και προωθείς μπιφτέκι κινέζικο, χοτ-ντογκ κινέζικο – απλά στηρίζουν το νησί», τονίζει, «αν φύγουν κι αυτοί χαθήκαμε».
Δύσκολοι χειμώνες
Η Ψέριμος βιώνει τον τουρισμό ασύμμετρα. Στην άγονη γραμμή των Δωδεκανήσων, αυτό το μικρό ακριτικό νησί, το οποίο βρίσκεται περίπου δύο ναυτικά μίλια μακριά από την Τουρκία, τον χειμώνα έχει λιγότερους από 25 μόνιμους κατοίκους. Το καλοκαίρι ο πληθυσμός μεγαλώνει, όχι μόνο από Ψεριμιώτες παραθεριστές που ζουν στην Κάλυμνο, αλλά και από ανθρώπους που δουλεύουν εδώ. «Αυτοί Καλύμνιοι είναι, τον Οκτώβρη φεύγουν κι έρχονται πάλι αρχές Μαΐου – μαζεύουν τα φράγκα κι εμείς βλέπουμε από μακριά», λέει ο κ. Μπαϊράμης.
Στην Ψέριμο, με τα ξεφτισμένα χαμόσπιτα και τα κρεμασμένα στα μανταλάκια ρούχα, τους ανύπαρκτους δρόμους, την απαράμιλλη φυσική ομορφιά του ανέγγιχτου κάμπου που μοσχοβολάει θυμάρι και φασκόμηλο και της καταγάλανης θάλασσας, ο κόσμος –κτηνοτρόφοι, ψαράδες και συνταξιούχοι κατά βάση– έχει ζήσει φτωχά και φτωχά ζει ακόμη. Πολλοί εκ των γόνων του νησιού έχουν περάσει χρόνια στην Αυστραλία.
Δύο εξ αυτών, ο κ. Μαμουδέλος και ο αδερφός του Τάσος. Στην Αυστραλία ο Τάσος έμεινε τρία χρόνια. Ο Ηρακλής 17. «Ο,τι βλέπετε εδώ είναι δουλειές του εξωτερικού, ο Ηρακλής για να κάνει αυτά που έκανε εδώ πάλεψε εκεί, με το όνειρο να κάνει μια μικρή δουλίτσα στο νησί», λέει ο Τάσος.
Την «Αφροδίτη» την άνοιξαν πριν από 8 χρόνια. «Τη λησμονήσαμε την Αυστραλία, την ευκολία επιβίωσης εκεί», λέει ο Ηρακλής. «Ζεις με ασφάλεια εκεί και το κράτος σε προστατεύει», συμπληρώνει ο Τάσος. «Από εδώ πέρασαν πολιτικοί, υποσχέθηκαν να βοηθήσουν το νησί σε υποδομές και να δώσουν κίνητρα στη νεολαία να μην πάει στην Κάλυμνο ή στην Αυστραλία, να μείνει», δηλώνει στην «Κ». «Και δεν έκαναν τίποτα», λέει.
Στην «ταβέρνα του Μανώλα», με τις ξύλινες καρέκλες, ο Μανώλης Τρικοίλης σερβίρει παγωμένες μπίρες. Γύρισε πριν από πέντε μέρες στο νησί – είχε να έρθει τέσσερα χρόνια. Από το 2015 έχει μεταναστεύσει στην Αυστραλία, δουλεύει σε ένα resort στο Ντάργουιν. Την ταβέρνα που άνοιξαν εδώ το 1996 –πριν ήταν το παλιό καφενεδάκι του παππού τους– διατηρεί ο αδερφός του Γιώργος. Είναι το μόνο μέρος της Ψερίμου που μένει ανοιχτό τους ζόρικους μήνες του χειμώνα.
«Το πρόβλημα της Ψερίμου είναι ότι όλη η γη ανήκει στο κράτος, οι δυνατότητες του νησιού είναι περιορισμένες», λέει ο Γιώργος Τρικοίλης στην «Κ». Μέσα στην ημέρα, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, περίπου 2.000 άτομα περνούν από το νησί. Αλλά η Κως, λέει, δεν έχει και τους καλύτερους τουρίστες. «Ο κόσμος που έρχεται εδώ, έρχεται για να κάνει μπάνιο, να πιει μπίρες, να χορέψει μέσα στο καΐκι», λέει ο κ. Τρικοίλης.
Οταν φεύγουν οι τουρίστες της μιας ώρας, η σκηνή στην παραλία της Ψερίμου παύει να θυμίζει ελληνική ταινία του ’60. Από τις 5 και μετά μένουν μόνον οι ντόπιοι και οι παραθεριστές των λιγοστών δωματίων του νησιού. Επικρατεί, ξανά, ηρεμία.