Το επίρρημα αυθωρεί (και αυθωρί) σημαίνει αμέσως. Μέχρι τον περασμένο αιώνα ήταν σε χρήση μεμονωμένο ως επίρρημα, αλλά πλέον χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της φράσης «αυθωρεί και παραχρήμα» (τώρα αμέσως). Παράγεται από το επίθετο αὐθωρός (αυτός+ώρα) που σημαίνει αυτός που συμβαίνει αμέσως.