δέδοικα: φοβάμαι
Οριστική
δέδοικα, δέδοικας, δέδοικε, δεδοίκαμεν, δεδοίκατε, δεδοίκασι(ν)
Υποτακτική
δεδοικώς- δεδοικυῖα- δεδοικός ὦ
δεδοικώς- δεδοικυῖα- δεδοικός ᾖς
δεδοικότες- δεδοικυῖαι- δεδοικότα ὦμεν
Ευκτική
δεδοικώς- δεδοικυῖα- δεδοικός εἴην
Προστακτική
---
δεδοικώς- δεδοικυῖα- δεδοικός ἴσθι
δεδοικότες- δεδοικυῖαι- δεδοικότα ἔστε
Απαρέμφατο
δεδοικέναι
Μετοχή
δεδοικώς- δεδοικυῖα- δεδοικός
Οριστική
ἐδεδοίκειν, ἐδεδοίκεις, ἐδεδοίκει, ἐδεδοίκεμεν, ἐδεδοίκετε, ἐδεδοίκεσαν
Οριστική
δείσομαι, δείσῃ ή δείσει, δείσεται, δεισόμεθα, δείσεσθε, δείσονται
δεισοίμην, δείσοιο, δείσοιτο, δεισοίμεθα, δείσοισθε, δείσοιντο
Απαρέμφατο
δείσεσθαι
Μετοχή
δεισόμενος
δεισομένη
δεισόμενον
Οριστική
ἔδεισα, ἔδεισας, ἔδεισε(ν), ἐδείσαμεν, ἐδείσατε, ἔδεισαν
δείσω, δείσῃς, δείσῃ, δείσωμεν, δείσητε, δείσωσι(ν)
δείσαιμι, δείσαις ή δείσειας, δείσαι ή δείσειε(ν), δείσαιμεν, δείσαιτε, δείσαιεν ή δείσειαν
Προστακτική
---, δεῖσον, δεισάτω, ---, δείσατε, δεισάντων (ή δεισάτωσαν)
δεῖσαι
δείσας, δείσασα, δεῖσαν