Ενεστώτας
Οριστική
ζώννυμι, ζώννυς, ζώννυσι, ζώννυμεν, ζώννυτε, ζωννύασι(ν)
ζωννύω, ζωννύῃς, ζωννύῃ, ζωννύωμεν, ζωννύητε, ζωννύωσι(ν)
ζωννύοιμι, ζωννύοις, ζωννύοι, ζωννύοιμεν, ζωννύοιτε, ζωννύοιεν
Προστακτική
---, ζώννυ, ζωννύτω, ---, ζώννυτε, ζωννύντων (ή ζωννύτωσαν)
Απαρέμφατο
ζωννύναι
Μετοχή
ζωννύς, ζωννῦσα, ζωννύν
Οριστική
ἔζωσα, ἔζωσας, ἔζωσε(ν), ἐζώσαμεν, ἐζώσατε, ἔζωσαν
ζώσω, ζώσῃς, ζώσῃ, ζώσωμεν, ζώσητε, ζώσωσι(ν)
ζώσαιμι, ζώσαις ή ζώσειας, ζώσαι ή ζώσειε(ν), ζώσαιμεν, ζώσαιτε, ζώσαιεν ή ζώσειαν
Προστακτική
---, ζῶσον, ζωσάτω, ---, ζώσατε, ζωσάντων (ή ζωσάτωσαν)
ζῶσαι
ζώσας, ζώσασα, ζῶσαν
Οριστική
ἔζωσμαι (ή ἔζωμαι), ἔζωσαι, ἔζωσται, ἐζώσμεθα, ἔζωσθε, ἐζωσμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἐζωσμένος- ἐζωσμένη- ἐζωσμένον ὦ
ἐζωσμένος- ἐζωσμένη- ἐζωσμένον ᾖς
ἐζωσμένοι- ἐζωσμέναι- ἐζωσμένα ὦμεν
Ευκτική
ἐζωσμένος- ἐζωσμένη- ἐζωσμένον εἴην
Προστακτική
---, ἔζωσο, ἐζώσθω, --- ἔζωσθε, ἐζώσθων ή ἐζώσθωσαν
Απαρέμφατο
ἐζῶσθαι
ἐζωσμένος,