δῶ = δένω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δῶ, δεῖς, δεῖ, δοῦμεν, δεῖτε, δοῦσι(ν)
δῶ, δῇς, δῇ, δῶμεν, δῆτε, δῶσι(ν)
----
Προστακτική
----
Απαρέμφατο
δεῖν
δῶν, δοῦσα, δοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἔδουν, ἔδεις, ἔδει, ἐδοῦμεν, ἐδεῖτε, ἔδουν
Οριστική
δήσω, δήσεις, δήσει, δήσομεν, δήσετε, δήσουσι(ν)
δήσοιμι, δήσοις, δήσοι, δήσοιμεν, δήσοιτε, δήσοιεν
Απαρέμφατο
δήσειν
Μετοχή
δήσων, δήσουσα, δῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἔδησα, ἔδησας, ἔδησε(ν), ἐδήσαμεν, ἐδήσατε, ἔδησαν
δήσω, δήσῃς, δήσῃ, δήσωμεν, δήσητε, δήσωσι(ν)
δήσαιμι, δήσαις ή δήσειας, δήσαι ή δήσαιε(ν) δήσαιμεν, δήσαιτε, δήσαιεν ή δήσειαν
Προστακτική
---, δῆσον, δησάτω, ---, δήσατε, δησάντων (ή δησάτωσαν)
δῆσαι
δήσας, δήσασα, δῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
δέδεκα, δέδεκας, δέδεκε, δεδέκαμεν, δεδέκατε, δεδέκασι(ν)
Υποτακτική
δεδεκώς- δεδεκυῖα- δεδεκός ὦ
δεδεκώς- δεδεκυῖα- δεδεκός ᾖς
δεδεκότες- δεδεκυῖαι- δεδεκότα ὦμεν
Ευκτική
δεδεκώς- δεδεκυῖα- δεδεκός εἴην
Προστακτική
---
δεδεκώς- δεδεκυῖα- δεδεκός ἴσθι
δεδεκότες- δεδεκυῖαι- δεδεκότα ἔστε
Απαρέμφατο
δεδεκέναι
Μετοχή
δεδεκώς- δεδεκυῖα- δεδεκός
Οριστική
ἐδεδέκειν, ἐδεδέκεις, ἐδεδέκει, ἐδεδέκεμεν, ἐδεδέκετε, ἐδεδέκεσαν
Ενεστώτας
Οριστική
δοῦμαι, δῇ ή δεῖ, δεῖται, δοῦμεθα, δεῖσθε, δοῦνται
δῶμαι, δῇ, δῆται, δώμεθα, δῆσθε, δῶνται
δοίμην, δοῖο, δοῖτο, δοίμεθα, δοῖσθε, δοῖντο
----
Απαρέμφατο
δεῖσθαι
δούμενος
δουμένη
δούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδούμην, ἐδοῦ, ἐδεῖτο, ἐδούμεθα, ἐδεῖσθε, ἐδοῦντο
Οριστική
δεθήσομαι, δεθήσῃ ή δεθήσει, δεθήσεται, δεθησόμεθα, δεθήσεσθε, δεθήσονται
δεθησοίμην, δεθήσοιο, δεθήσοιτο, δεθησοίμεθα, δεθήσοισθε, δεθήσοιντο
Απαρέμφατο
δεθήσεσθαι
Μετοχή
δεθησόμενος
δεθησομένη
δεθησόμενον
Οριστική
ἐδέθην, ἐδέθης, ἐδέθη, ἐδέθημεν, ἐδέθητε, ἐδέθησαν
δεθῶ, δεθῇς, δεθῇ, δεθῶμεν, δεθῆτε, δεθῶσι(ν)
δεθείην, δεθείης, δεθείη, δεθείημεν ή δεθεῖμεν, δεθείητε ή δεθεῖτε, δεθείησαν ή δεθεῖεν
---, δέθητι, δεθήτω, ---, δέθητε, δεθέντων ή δεθήτωσαν
Απαρέμφατο
δεθῆναι
δεθείς
δεθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
δέδεμαι, δέδεσαι, δέδεται, δεδέμεθα, δέδεσθε, δέδενται
Υποτακτική
δεδεμένος- δεδεμένη- δεδεμένον ὦ
δεδεμένος- δεδεμένη- δεδεμένον ᾖς
δεδεμένοι- δεδεμέναι- δεδεμένα ὦμεν
Ευκτική
δεδεμένος- δεδεμένη- δεδεμένον εἴην
Προστακτική
---, δέδεσο, δεδέσθω, --- δέδεσθε, δεδέσθων ή δεδέσθωσαν
Απαρέμφατο
δεδέσθαι
Μετοχή
δεδεμένος,
δεδεμένη,
δεδεμένον
Υπερσυντέλικος
ἐδεδέμην, ἐδέδεσο, ἐδέδετο, ἐδεδέμεθα, ἐδέδεσθε, ἐδέδεντο