πίμπρημι = καίω. Συνήθως σύνθετο: ἐμπίπρημι.
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἐμπίπρημι, ἐμπίπρης, ἐμπίπρησι, ἐμπίπραμεν, ἐμπίπρατε, ἐμπιπρᾶσι(ν)
ἐμπιπρῶ, ἐμπιπρῇς, ἐμπιπρῇ, ἐμπιπρῶμεν, ἐμπιπρῆτε, ἐμπιπρῶσι(ν)
ἐμπιπραίην, ἐμπιπραίης, ἐμπιπραίη, ἐμπιπραῖμεν, ἐμπιπραῖτε, ἐμπιπραῖεν
---, ἐμπίπρη, ἐμπιπράτω, ---, ἐμπίπρατε, ἐμπιπράντων
ἐμπιπράναι
ἐμπιπράς, ἐμπιπρᾶσα, ἐμπιπράν
Παρατατικός
Οριστική
ἐνεπίμπρην, ἐνεπίμπρης, ἐνεπίμπρη, ἐνεπίμπραμεν, ἐνεπίμπρατε, ἐνεπίμπρασαν
Μέλλοντας
Οριστική
ἐμπρήσω, ἐμπρήσεις, ἐμπρήσει, ἐμπρήσομεν, ἐμπρήσετε, ἐμπρήσουσι(ν)
ἐμπρήσοιμι, ἐμπρήσοις, ἐμπρήσοι, ἐμπρήσοιμεν, ἐμπρήσοιτε, ἐμπρήσοιεν
ἐμπρήσειν
ἐμπρήσων, ἐμπρήσουσα, ἐμπρῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐνέπρησα, ἐνέπρησας, ἐνέπρησε(ν), ἐνεπρήσαμεν, ἐνεπρήσατε, ἐνέπρησαν
ἐμπρήσω, ἐμπρήσῃς, ἐμπρήσῃ, ἐμπρήσωμεν, ἐμπρήσητε, ἐμπρήσωσι(ν)
ἐμπρήσαιμι, ἐμπρήσαις ή ἐμπρήσειας, ἐμπρήσαι ή ἐμπρήσειε(ν), ἐμπρήσαιμεν, ἐμπρήσαιτε, ἐμπρήσαιεν ή ἐμπρήσειαν
---, ἔμπρησον, ἐμπρησάτω, ---, ἐμπρήσατε, ἐμπρησάντων (ή ἐμπρησάτωσαν)
ἐμπρῆσαι
ἐμπρήσας, ἐμπρήσασα, ἐμπρῆσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἐμπίπραμαι, ἐμπίπρασαι, ἐμπίπραται, ἐμπιπράμεθα, ἐμπίπρασθε, ἐμπίπρανται
ἐμπιπρῶμαι, ἐμπιπρῇ, ἐμπιπρῆται, ἐμπιπρώμεθα, ἐμπιπρῆσθε, ἐμπιπρῶνται
ἐμπιπραίμην, ἐμπιπραῖο, ἐμπιπραῖτο, ἐμπιπραίμεθα, ἐμπιπραῖσθε, ἐμπιπραῖντο
---, ἐμπίπρασο, ἐμπιπράσθω, ---, ἐμπίπρασθε, ἐμπιπράσθων ή ἐμπιπράσθωσαν
ἐμπίπρασθαι
ἐμπιπράμενος
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐνεπρήσθην, ἐνεπρήσθης, ἐνεπρήσθη, ἐνεπρήσθημεν, ἐνεπρήσθητε, ἐνεπρήσθησαν
ἐμπρησθῶ, ἐμπρησθῇς, ἐμπρησθῇ, ἐμπρησθῶμεν, ἐμπρησθῆτε, ἐμπρησθῶσι(ν)
ἐμπρησθείην, ἐμπρησθείης, ἐμπρησθείη, ἐμπρησθείημεν ή ἐμπρησθεῖμεν, ἐμπρησθείητε ή ἐμπρησθεῖτε, ἐμπρησθείησαν ή ἐμπρησθεῖεν
---, ἐμπρήσθητι, ἐμπρησθήτω, ---, ἐμπρήσθητε, ἐμπρησθέντων ή ἐμπρησθήτωσαν
ἐμπρησθῆναι
ἐμπρησθείς