κατάγνυμι = σπάω, τσακίζω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κατάγνυμι, κατάγνυς, κατάγνυσι, κατάγνυμεν, κατάγνυτε, καταγνύασι(ν)
καταγνύω, καταγνύῃς, καταγνύῃ, καταγνύωμεν, καταγνύητε, καταγνύωσι(ν)
καταγνύοιμι, καταγνύοις, καταγνύοι, καταγνύοιμεν, καταγνύοιτε, καταγνύοιεν
Προστακτική
---, κατάγνυ, καταγνύτω, ---, κατάγνυτε, καταγνύντων (ή καταγνύτωσαν)
Απαρέμφατο
καταγνύναι
Μετοχή
καταγνύς, καταγνῦσα, καταγνύν
Οριστική
κατάξω, κατάξεις, κατάξει, κατάξομεν, κατάξετε, κατάξουσι(ν)
κατάξοιμι, κατάξοις, κατάξοι, κατάξοιμεν, κατάξοιτε, κατάξοιεν
Απαρέμφατο
κατάξειν
Μετοχή
κατάξων, κατάξουσα, κατᾶξον
Οριστική
κατέαξα, κατέαξας, κατέαξε(ν), κατεάξαμεν, κατεάξατε, κατέαξαν
κατάξω, κατάξῃς, κατάξῃ, κατάξωμεν, κατάξητε, κατάξωσι(ν)
κατάξαιμι, κατάξαις ή κατάξειας, κατάξαι ή κατάξειε, κατάξαιμεν, κατάξαιτε, κατάξαιεν ή κατάξειαν
Προστακτική
---, κάταξον, καταξάτω, ---, κατάξατε, καταξάντων (ή καταξάτωσαν)
Απαρέμφατο
κατάξαι
Μετοχή
κατάξας, κατάξασα, κατᾶξαν
Ενεστώτας
Οριστική
κατάγνυμαι, κατάγνυσαι, κατάγνυται, καταγνύμεθα, κατάγνυσθε, κατάγνυνται
καταγνύωμαι, καταγνύῃ, καταγνύηται, καταγνυώμεθα, καταγνύησθε, καταγνύωνται
καταγνυοίμην, καταγνύοιο, καταγνύοιτο, καταγνυοίμεθα, καταγνύοισθε, καταγνύοιντο
Προστακτική
---, κατάγνυσο, καταγνύσθω, ---, κατάγνυσθε, καταγνύσθων ή καταγνύσθωσαν
Απαρέμφατο
κατάγνυσθαι
Μετοχή
καταγνύμενος
καταγνυμένη
καταγνύμενον
Οριστική
κατεάγην, κατεάγης, κατεάγη, κατεάγημεν, κατεάγητε, κατεάγησαν
καταγῶ, καταγῇς, καταγῇ, καταγῶμεν, καταγῆτε, καταγῶσι(ν)
καταγείην, καταγείης, καταγείη, καταγείημεν ή καταγεῖμεν, καταγείητε ή καταγεῖτε, καταγείησαν ή καταγεῖεν
---, κατάγηθι, καταγήτω, ---, κατάγητε, καταγέντων ή καταγήτωσαν
Απαρέμφατο
καταγῆναι
καταγείς
καταγεῖσα
Οριστική
κατέαγα, κατέαγας, κατέαγε(ν), κατεάγαμεν, κατεάγατε, κατεάγασι(ν)
Υποτακτική
κατεαγώς- κατεαγυῖα- κατεαγός ὦ
κατεαγώς- κατεαγυῖα- κατεαγός ᾖς
κατεαγότες- κατεαγιυῖαι- κατεαγότα ὦμεν
Ευκτική
κατεαγώς- κατεαγυῖα- κατεαγός εἴην
Προστακτική
---
κατεαγώς- κατεαγυῖα- κατεαγός ἴσθι
κατεαγότες- κατεαγιυῖαι- κατεαγότα ἔστε
Απαρέμφατο
κατεαγέναι
Μετοχή
κατεαγώς- κατεαγυῖα- κατεαγός