κρεμάννυμι = κρεμάω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρεμάννυμι, κρεμάννυς, κρεμάννυσι, κρεμάννυμεν, κρεμάννυτε, κρεμαννύασι(ν)
Υποτακτική
κρεμαννύω, κρεμαννύῃς, κρεμαννύῃ, κρεμαννύωμεν, κρεμαννύητε, κρεμαννύωσι(ν)
Ευκτική
κρεμαννύοιμι, κρεμαννύοις, κρεμαννύοι, κρεμαννύοιμεν, κρεμαννύοιτε, κρεμαννύοιεν
Προστακτική
---, κρεμάννυ, κρεμαννύτω, ---, κρεμάννυτε, κρεμαννύντων (ή κρεμαννύτωσαν)
Απαρέμφατο
κρεμαννύναι
Μετοχή
κρεμαννύς, κρεμαννῦσα, κρεμαννύν
Αόριστος
Οριστική
ἐκρέμασα, ἐκρέμασας, ἐκρέμασε(ν), ἐκρεμάσαμεν, ἐκρεμάσατε, ἐκρέμασαν
Υποτακτική
κρεμάσω, κρεμάσῃς, κρεμάσῃ, κρεμάσωμεν, κρεμάσητε, κρεμάσωσι(ν)
Ευκτική
κρεμάσαιμι, κρεμάσαις ή κρεμάσειας, κρεμάσαι ή κρεμάσειε, κρεμάσαιμεν, κρεμάσαιτε,
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρεμάννυμι, κρεμάννυς, κρεμάννυσι, κρεμάννυμεν, κρεμάννυτε, κρεμαννύασι(ν)
κρεμαννύω, κρεμαννύῃς, κρεμαννύῃ, κρεμαννύωμεν, κρεμαννύητε, κρεμαννύωσι(ν)
κρεμαννύοιμι, κρεμαννύοις, κρεμαννύοι, κρεμαννύοιμεν, κρεμαννύοιτε, κρεμαννύοιεν
Προστακτική
---, κρεμάννυ, κρεμαννύτω, ---, κρεμάννυτε, κρεμαννύντων (ή κρεμαννύτωσαν)
Απαρέμφατο
κρεμαννύναι
Μετοχή
κρεμαννύς, κρεμαννῦσα, κρεμαννύν
Οριστική
ἐκρέμασα, ἐκρέμασας, ἐκρέμασε(ν), ἐκρεμάσαμεν, ἐκρεμάσατε, ἐκρέμασαν
κρεμάσω, κρεμάσῃς, κρεμάσῃ, κρεμάσωμεν, κρεμάσητε, κρεμάσωσι(ν)
κρεμάσαιμι, κρεμάσαις ή κρεμάσειας, κρεμάσαι ή κρεμάσειε, κρεμάσαιμεν, κρεμάσαιτε,
κρεμάσαιεν ή κρεμάσειαν
Προστακτική
---, κρέμασον, κρεμασάτω, ---, κρεμάσατε, κρεμασάντων (ή κρεμασάτωσαν)
Απαρέμφατο
κρεμάσαι
Μετοχή
κρεμάσας, κρεμάσασα, κρεμάσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρεμάννυμαι, κρεμάννυσαι, κρεμάννυται, κρεμαννύμεθα, κρεμάννυσθε, κρεμάννυνται
Υποτακτική
κρεμαννύωμαι, κρεμαννύῃ, κρεμαννύηται, κρεμαννυώμεθα, κρεμαννύησθε, κρεμαννύωνται
Ευκτική
κρεμαννυοίμην, κρεμαννύοιο, κρεμαννύοιτο, κρεμαννυοίμεθα, κρεμαννύοισθε, κρεμαννύοιντο
Προστακτική
---, κρεμάννυσο, κρεμαννύσθω, ---, κρεμάννυσθε, κρεμαννύσθων ή κρεμαννύσθωσαν
Απαρέμφατο
κρεμάννυσθαι
Μετοχή
κρεμαννύμενος
κρεμαννυμένη
κρεμαννύμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐκρεμάσθην, ἐκρεμάσθης, ἐκρεμάσθη, ἐκρεμάσθημεν, ἐκρεμάσθητε, ἐκρεμάσθησαν
Υποτακτική
κρεμασθῶ, κρεμασθῇς, κρεμασθῇ, κρεμασθῶμεν, κρεμασθῆτε, κρεμασθῶσι(ν)
Ευκτική
κρεμασθείην, κρεμασθείης, κρεμασθείη, κρεμασθείημεν ή κρεμασθεῖμεν, κρεμασθείητε ή κρεμασθεῖτε,
Προστακτική
---, κρέμασον, κρεμασάτω, ---, κρεμάσατε, κρεμασάντων (ή κρεμασάτωσαν)
Απαρέμφατο
κρεμάσαι
Μετοχή
κρεμάσας, κρεμάσασα, κρεμάσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρεμάννυμαι, κρεμάννυσαι, κρεμάννυται, κρεμαννύμεθα, κρεμάννυσθε, κρεμάννυνται
κρεμαννύωμαι, κρεμαννύῃ, κρεμαννύηται, κρεμαννυώμεθα, κρεμαννύησθε, κρεμαννύωνται
κρεμαννυοίμην, κρεμαννύοιο, κρεμαννύοιτο, κρεμαννυοίμεθα, κρεμαννύοισθε, κρεμαννύοιντο
Προστακτική
---, κρεμάννυσο, κρεμαννύσθω, ---, κρεμάννυσθε, κρεμαννύσθων ή κρεμαννύσθωσαν
Απαρέμφατο
κρεμάννυσθαι
Μετοχή
κρεμαννύμενος
κρεμαννυμένη
κρεμαννύμενον
Οριστική
ἐκρεμάσθην, ἐκρεμάσθης, ἐκρεμάσθη, ἐκρεμάσθημεν, ἐκρεμάσθητε, ἐκρεμάσθησαν
κρεμασθῶ, κρεμασθῇς, κρεμασθῇ, κρεμασθῶμεν, κρεμασθῆτε, κρεμασθῶσι(ν)
κρεμασθείην, κρεμασθείης, κρεμασθείη, κρεμασθείημεν ή κρεμασθεῖμεν, κρεμασθείητε ή κρεμασθεῖτε,
κρεμασθείησαν ή κρεμασθεῖεν
Προστακτική
---, κρεμάσθητι, κρεμασθήτω, ---, κρεμάσθητε, κρεμασθέντων ή κρεμασθήτωσαν
Απαρέμφατο
κρεμασθῆναι
Μετοχή
κρεμασθείς
κρεμασθεῖσα
κρεμασθέν
Παρακείμενος
Οριστική
κρέμαμαι, κρέμασαι, κρέμαται, κρεμάμεθα, κρέμασθε, κρέμανται
Υποτακτική
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον ὦ
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον ᾖς
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον ᾖ
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα ὦμεν
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα ἦτε
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα ὦσι
Ευκτική
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον εἴην
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον εἴης
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον εἴη
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα εἴημεν (εἶμεν)
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα εἴητε (εἶτε)
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, κρέμασο, κρεμάσθω, --- κρέμασθε, κρεμάσθων ή κρεμάσθωσαν
Απαρέμφατο
κρεμάσθαι
Μετοχή
κρεμάμενος,
κρεμάμενη,
κρεμάμενον
---, κρεμάσθητι, κρεμασθήτω, ---, κρεμάσθητε, κρεμασθέντων ή κρεμασθήτωσαν
Απαρέμφατο
κρεμασθῆναι
κρεμασθείς
κρεμασθεῖσα
Οριστική
κρέμαμαι, κρέμασαι, κρέμαται, κρεμάμεθα, κρέμασθε, κρέμανται
Υποτακτική
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον ὦ
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον ᾖς
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα ὦμεν
Ευκτική
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον εἴην
Προστακτική
---, κρέμασο, κρεμάσθω, --- κρέμασθε, κρεμάσθων ή κρεμάσθωσαν
Απαρέμφατο
κρεμάσθαι
Μετοχή
κρεμάμενος,
κρεμάμενη,
κρεμάμενον