πιπράσκω = πουλάω
Ενεστώτας
Οριστική
πιπράσκω, πιπράσκεις, πιπράσκει, πιπράσκομεν, πιπράσκετε, πιπράσκουσι(ν)
πιπράσκω, πιπράσκῃς, πιπράσκῃ, πιπράσκωμεν, πιπράσκητε, πιπράσκωσι(ν)
πιπράσκοιμι, πιπράσκοις, πιπράσκοι, πιπράσκοιμεν, πιπράσκοιτε, πιπράσκοιεν
Προστακτική
---, πίπρασκε, πιπρασκέτω, ---, πιπράσκετε, πιπρασκόντων (ή πιπρασκέτωσαν)
Απαρέμφατο
πιπράσκειν
Μετοχή
πιπράσκων, πιπράσκουσα, πιπράσκον
Οριστική
πέπρακα, πέπρακας, πέπρακε, πεπράκαμεν, πεπράκατε, πεπράκασι(ν)
Υποτακτική
πεπρακώς- πεπρακυῖα- πεπρακός ὦ
πεπρακώς- πεπρακυῖα- πεπρακός ᾖς
πεπρακότες- πεπρακυῖαι- πεπρακότα ὦμεν
Ευκτική
πεπρακώς- πεπρακυῖα- πεπρακός εἴην
Προστακτική
---
πεπρακώς- πεπρακυῖα- πεπρακός ἴσθι
πεπρακότες- πεπρακυῖαι- πεπρακότα ἔστε
Απαρέμφατο
πεπρακέναι
Μετοχή
πεπρακώς- πεπρακυῖα- πεπρακός
Οριστική
ἐπεπράκειν, ἐπεπράκεις, ἐπεπράκει, ἐπεπράκεμεν, ἐπεπράκετε, ἐπεπράκεσαν
Ενεστώτας
Οριστική
πιπράσκομαι, πιπράσκῃ ή πιπράσκει, πιπράσκεται, πιπρασκόμεθα, πιπράσκεσθε, πιπράσκονται
πιπράσκωμαι, πιπράσκῃ, πιπράσκηται, πιπρασκώμεθα, πιπράσκησθε, πιπράσκωνται
πιπρασκοίμην, πιπράσκοιο, πιπράσκοιτο, πιπρασκοίμεθα, πιπράσκοισθε, πιπράσκοιντο
Προστακτική
---, πιπράσκου, πιπρασκέσθω, ---, πιπράσκεσθε, πιπρασκέσθων ή πιπρασκέσθωσαν
Απαρέμφατο
πιπράσκεσθαι
Μετοχή
πιπρασκόμενος
πιπρασκομένη
πιπρασκόμενον
Οριστική
ἐπράθην, ἐπράθης, ἐπράθη, ἐπράθημεν, ἐπράθητε, ἐπράθησαν
πραθῶ, πραθῇς, πραθῇ, πραθῶμεν, πραθῆτε, πραθῶσι(ν)
πραθείην, πραθείης, πραθείη, πραθείημεν ή πραθεῖμεν, πραθείητε ή πραθεῖτε, πραθείησαν ή πραθεῖεν
---, πράθητι, πραθήτω, ---, πράθητε, πραθέντων ή πραθήτωσαν
Απαρέμφατο
πραθῆναι
πραθείς
πραθεῖσα
Οριστική
πέπραμαι, πέπρασαι, πέπραται, πεπράμεθα, πέπρασθε, πέπρανται
Υποτακτική
πεπραμένος- πεπραμένη- πεπραμένον ὦ
πεπραμένος- πεπραμένη- πεπραμένον ᾖς
πεπραμένοι- πεπραμέναι- πεπραμένα ὦμεν
Ευκτική
πεπραμένος- πεπραμένη- πεπραμένον εἴην
Προστακτική
---, πέπρασο, πεπράσθω, --- πέπρασθε, πεπράσθων ή πεπράσθωσαν
Απαρέμφατο
πεπράσθαι
Μετοχή
πεπραμένος,
πεπραμένη,
πεπραμένον
Υπερσυντέλικος
ἐπεπράμην, ἐπέπρασο, ἐπέπρατο, ἐπεπράμεθα, ἐπέπρασθε, ἐπέπραντο
Οριστική
πεπράσομαι, πεπράσῃ ή πεπράσει, πεπράσεται, πεπρασόμεθα, πεπράσεσθε, πεπράσονται
πεπρασοίμην, πεπράσοιο, πεπράσοιτο, πεπρασοίμεθα, πεπράσοισθε, πεπράσοιντο
Απαρέμφατο
πεπράσεσθαι
Μετοχή
πεπρασόμενος
πεπρασομένη
πεπρασόμενον