Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πλέκω, πλέκεις, πλέκει, πλέκομεν, πλέκετε, πλέκουσι(ν)
πλέκω, πλέκῃς, πλέκῃ, πλέκωμεν, πλέκητε, πλέκωσι(ν)
πλέκοιμι, πλέκοις, πλέκοι, πλέκοιμεν, πλέκοιτε, πλέκοιεν
Προστακτική
---, πλέκε, πλεκέτω, ---, πλέκετε, πλεκόντων (ή πλεκέτωσαν)
Απαρέμφατο
πλέκειν
Μετοχή
πλέκων, πλέκουσα, πλέκον
Αόριστος
Οριστική
ἔπλεξα, ἔπλεξας, ἔπλεξε(ν), ἐπλέξαμεν, ἐπλέξατε, ἔπλεξαν
πλέξω, πλέξῃς, πλέξῃ, πλέξωμεν, πλέξητε, πλέξωσι(ν)
πλέξαιμι, πλέξαις ή πλέξειας, πλέξαι ή πλέξειε(ν), πλέξαιμεν, πλέξαιτε, πλέξαιεν ή πλέξειαν
Προστακτική
---, πλέξον, πλεξάτω, ---, πλέξατε, πλεξάντων (ή πλεξάτωσαν)
Απαρέμφατο
πλέξαι
Μετοχή
πλέξας, πλέξασα, πλέξαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πλέκομαι, πλέκῃ ή πλέκει, πλέκεται, πλεκόμεθα, πλέκεσθε, πλέκονται
πλέκωμαι, πλέκῃ, πλέκηται, πλεκώμεθα, πλέκησθε, πλέκωνται
πλεκοίμην, πλέκοιο, πλέκοιτο, πλεκοίμεθα, πλέκοισθε, πλέκοιντο
Προστακτική
---, πλέκου, πλεκέσθω, ---, πλέκεσθε, πλεκέσθων ή πλεκέσθωσαν
Απαρέμφατο
πλέκεσθαι
Μετοχή
πλεκόμενος
πλεκομένη
πλεκόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπλεκόμην, ἐπλέκου, ἐπλέκετο, ἐπλεκόμεθα, ἐπλέκεσθε, ἐπλέκοντο
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἐπλέχθην, ἐπλέχθης, ἐπλέχθη, ἐπλέχθημεν, ἐπλέχθητε, ἐπλέχθησαν
πλεχθῶ, πλεχθῇς, πλεχθῇ, πλεχθῶμεν, πλεχθῆτε, πλεχθῶσι(ν)
πλεχθείην, πλεχθείης, πλεχθείη, πλεχθείημεν ή πλεχθεῖμεν, πλεχθείητε ή πλεχθεῖτε, πλεχθείησαν ή πλεχθεῖεν
---, πλέχθητι, πλεχθήτω, ---, πλέχθητε, πλεχθέντων ή πλεχθήτωσαν
Απαρέμφατο
πλεχθῆναι
πλεχθείς
πλεχθεῖσα
Οριστική
ἐπλάκην, ἐπλάκης, ἐπλάκη, ἐπλάκημεν, ἐπλάκητε, ἐπλάκησαν
πλακῶ, πλακῇς, πλακῇ, πλακῶμεν, πλακῆτε, πλακῶσι(ν)
πλακείην, πλακείης, πλακείη, πλακείημεν ή πλακεῖμεν, πλακείητε ή πλακεῖτε, πλακείησαν ή πλακεῖεν
---, πλάκηθι, πλακήτω, ---, πλάκητε, πλακέντων ή πλακήτωσαν
Απαρέμφατο
πλακῆναι
πλακείς, πλακεῖσα, πλακέν
Παρακείμενος
Οριστική
πέπλεγμαι, πέπλεξαι, πέπλεκται, πεπλέγμεθα, πέπλεχθε, πεπλεγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
πεπλεγμένος- πεπλεγμένη- πεπλεγμένον ὦ
πεπλεγμένος- πεπλεγμένη- πεπλεγμένον ᾖς
πεπλεγμένοι- πεπλεγμέναι- πελεγμένα ὦμεν
Ευκτική
πεπλεγμένος- πεπλεγμένη- πεπλεγμένον εἴην
Προστακτική
---, πέπλεξο, πεπλέχθω, --- πέπλεχθε, πεπλέχθων ή πεπλέχθωσαν
Απαρέμφατο
πεπλέχθαι
Μετοχή
πεπλεγμένος,
πεπλεγμένη,
πεπλεγμένον