Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πωλῶ, πωλεῖς, πωλεῖ, πωλοῦμεν, πωλεῖτε, πωλοῦσι(ν)
Υποτακτική
πωλῶ, πωλῇς, πωλῇ, πωλῶμεν, πωλῆτε, πωλῶσι(ν)
Ευκτική
πωλοῖμι, πωλοῖς, πωλοῖ, ή πωλοίην, πωλοίης, πωλοίη, πωλοῖμεν, πωλοῖτε, πωλοῖεν
Προστακτική
---, πώλει, πωλείτω, ---, πωλεῖτε, πωλούντων (ή πωλείτωσαν)
Απαρέμφατο
πωλεῖν
Μετοχή
πωλῶν, πωλοῦσα, πωλοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐπώλουν, ἐπώλεις, ἐπώλει, ἐπωλοῦμεν, ἐπωλεῖτε, ἐπώλουν
Μέλλοντας
Οριστική
πωλήσω, πωλήσεις, πωλήσει, πωλήσομεν, πωλήσετε, πωλήσουσι(ν)
Ευκτική
πωλήσοιμι, πωλήσοις, πωλήσοι, πωλήσοιμεν, πωλήσοιτε, πωλήσοιεν
Απαρέμφατο
πωλήσειν
Μετοχή
πωλήσων, πωλήσουσα, πωλῆσον
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πωλοῦμαι, πωλῇ ή πωλεῖ, πωλεῖται, πωλοῦμεθα, πωλεῖσθε, πωλοῦνται
Υποτακτική
πωλῶμαι, πωλῇ, πωλῆται, πωλώμεθα, πωλῆσθε, πωλῶνται
Ευκτική
πωλοίμην, πωλοῖο, πωλοῖτο, πωλοίμεθα, πωλοῖσθε, πωλοῖντο
Προστακτική
---, πωλοῦ, πωλείσθω, ---, πωλεῖσθε, πωλείσθων ή πωλείσθωσαν
Απαρέμφατο
πωλεῖσθαι
Μετοχή
πωλούμενος
πωλουμένη
πωλούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπωλούμην, ἐπωλοῦ, ἐπωλεῖτο, ἐπωλούμεθα, ἐπωλεῖσθε, ἐπωλοῦντο
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐπωλήθην, ἐπωλήθης, ἐπωλήθη, ἐπωλήθημεν, ἐπωλήθητε, ἐπωλήθησαν
Υποτακτική
πωληθῶ, πωληθῇς, πωληθῇ, πωληθῶμεν, πωληθῆτε, πωληθῶσι(ν)
Ευκτική
πωληθείην, πωληθείης, πωληθείη, πωληθείημεν ή πωληθεῖμεν, πωληθείητε ή πωληθεῖτε,
Ενεστώτας
Οριστική
πωλῶ, πωλεῖς, πωλεῖ, πωλοῦμεν, πωλεῖτε, πωλοῦσι(ν)
πωλῶ, πωλῇς, πωλῇ, πωλῶμεν, πωλῆτε, πωλῶσι(ν)
πωλοῖμι, πωλοῖς, πωλοῖ, ή πωλοίην, πωλοίης, πωλοίη, πωλοῖμεν, πωλοῖτε, πωλοῖεν
---, πώλει, πωλείτω, ---, πωλεῖτε, πωλούντων (ή πωλείτωσαν)
πωλεῖν
πωλῶν, πωλοῦσα, πωλοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐπώλουν, ἐπώλεις, ἐπώλει, ἐπωλοῦμεν, ἐπωλεῖτε, ἐπώλουν
Μέλλοντας
Οριστική
πωλήσω, πωλήσεις, πωλήσει, πωλήσομεν, πωλήσετε, πωλήσουσι(ν)
πωλήσοιμι, πωλήσοις, πωλήσοι, πωλήσοιμεν, πωλήσοιτε, πωλήσοιεν
Απαρέμφατο
πωλήσειν
Μετοχή
πωλήσων, πωλήσουσα, πωλῆσον
Ενεστώτας
Οριστική
πωλοῦμαι, πωλῇ ή πωλεῖ, πωλεῖται, πωλοῦμεθα, πωλεῖσθε, πωλοῦνται
πωλῶμαι, πωλῇ, πωλῆται, πωλώμεθα, πωλῆσθε, πωλῶνται
πωλοίμην, πωλοῖο, πωλοῖτο, πωλοίμεθα, πωλοῖσθε, πωλοῖντο
---, πωλοῦ, πωλείσθω, ---, πωλεῖσθε, πωλείσθων ή πωλείσθωσαν
πωλεῖσθαι
πωλούμενος
πωλουμένη
πωλούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπωλούμην, ἐπωλοῦ, ἐπωλεῖτο, ἐπωλούμεθα, ἐπωλεῖσθε, ἐπωλοῦντο
Οριστική
ἐπωλήθην, ἐπωλήθης, ἐπωλήθη, ἐπωλήθημεν, ἐπωλήθητε, ἐπωλήθησαν
πωληθῶ, πωληθῇς, πωληθῇ, πωληθῶμεν, πωληθῆτε, πωληθῶσι(ν)
πωληθείην, πωληθείης, πωληθείη, πωληθείημεν ή πωληθεῖμεν, πωληθείητε ή πωληθεῖτε,
πωληθείησαν ή πωληθεῖεν
Προστακτική
---, πωλήθητι, πωληθήτω, ---, πωλήθητε, πωληθέντων ή πωληθήτωσαν
Απαρέμφατο
πωληθῆναι
Μετοχή
πωληθείς
πωληθεῖσα
πωληθέν
---, πωλήθητι, πωληθήτω, ---, πωλήθητε, πωληθέντων ή πωληθήτωσαν
Απαρέμφατο
πωληθῆναι
πωληθείς
πωληθεῖσα