Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σείω, σείεις, σείει, σείομεν, σείετε, σείουσι(ν)
Υποτακτική
σείω, σείῃς, σείῃ, σείωμεν, σείητε, σείωσι(ν)
Ευκτική
σείοιμι, σείοις, σείοι, σείοιμεν, σείοιτε, σείοιεν
Προστακτική
---, σεῖε, σειέτω, ---, σείετε, σειόντων (ή σειέτωσαν)
Απαρέμφατο
σείειν
Μετοχή
σείων, σείουσα, σεῖον
Παρατατικός
Οριστική
ἔσειον, ἔσειες, ἔσειε, ἐσείομεν, ἐσείετε, ἔσειον
Αόριστος
Οριστική
ἔσεισα, ἔσεισας, ἔσεισε(ν), ἐσείσαμεν, ἐσείσατε, ἔσεισαν
Υποτακτική
σείσω, σείσῃς, σείσῃ, σείσωμεν, σείσητε, σείσωσι(ν)
Ευκτική
σείσαιμι, σείσαις ή σείσειας, σείσαι ή σείσειε(ν), σείσαιμεν, σείσαιτε,
Ενεστώτας
Οριστική
σείω, σείεις, σείει, σείομεν, σείετε, σείουσι(ν)
σείω, σείῃς, σείῃ, σείωμεν, σείητε, σείωσι(ν)
σείοιμι, σείοις, σείοι, σείοιμεν, σείοιτε, σείοιεν
Προστακτική
---, σεῖε, σειέτω, ---, σείετε, σειόντων (ή σειέτωσαν)
σείειν
Μετοχή
σείων, σείουσα, σεῖον
Παρατατικός
Οριστική
ἔσειον, ἔσειες, ἔσειε, ἐσείομεν, ἐσείετε, ἔσειον
Οριστική
ἔσεισα, ἔσεισας, ἔσεισε(ν), ἐσείσαμεν, ἐσείσατε, ἔσεισαν
σείσω, σείσῃς, σείσῃ, σείσωμεν, σείσητε, σείσωσι(ν)
σείσαιμι, σείσαις ή σείσειας, σείσαι ή σείσειε(ν), σείσαιμεν, σείσαιτε,
σείσαιεν ή σείσειαν
Προστακτική
---, σεῖσον, σεισάτω, ---, σείσατε, σεισάντων (ή σεισάτωσαν)
Απαρέμφατο
σεῖσαι
Μετοχή
σείσας, σείσασα, σεῖσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σείομαι, σείῃ ή σείει, σείεται, σειόμεθα, σείεσθε, σείονται
Υποτακτική
σείωμαι, σείῃ, σείηται, σειώμεθα, σείησθε, σείωνται
Ευκτική
σειοίμην, σείοιο, σείοιτο, σειοίμεθα, σείοισθε, σείοιντο
Προστακτική
---, σείου, σειέσθω, ---, σείεσθε, σειέσθων ή σειέσθωσαν
Απαρέμφατο
σείεσθαι
Μετοχή
σειόμενος
σειομένη
σειόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐσεισάμην, ἐσείσω, ἐσείσατο, ἐσεισάμεθα, ἐσείσασθε, ἐσείσαντο
Υποτακτική
σείσωμαι, σείσῃ, σείσηται, σεισώμεθα, σείσησθε, σείσωνται
Ευκτική
σεισαίμην, σείσαιο, σείσαιτο, σεισαίμεθα, σείσαισθε, σείσαιντο
Προστακτική
---, σεῖσαι, σεισάσθω, ---, σείσασθε, σεισάσθων ή σεισάσθωσαν
Απαρέμφατο
σείσασθαι
Μετοχή
σεισάμενος
σεισαμένη
σεισάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐσείσθην, ἐσείσθης, ἐσείσθη, ἐσείσθημεν, ἐσείσθητε, ἐσείσθησαν
Υποτακτική
σεισθῶ, σεισθῇς, σεισθῇ, σεισθῶμεν, σεισθῆτε, σεισθῶσι(ν)
Ευκτική
σεισθείην, σεισθείης, σεισθείη, σεισθείημεν ή σεισθεῖμεν,
Προστακτική
---, σεῖσον, σεισάτω, ---, σείσατε, σεισάντων (ή σεισάτωσαν)
σεῖσαι
σείσας, σείσασα, σεῖσαν
Ενεστώτας
Οριστική
σείομαι, σείῃ ή σείει, σείεται, σειόμεθα, σείεσθε, σείονται
σείωμαι, σείῃ, σείηται, σειώμεθα, σείησθε, σείωνται
σειοίμην, σείοιο, σείοιτο, σειοίμεθα, σείοισθε, σείοιντο
Προστακτική
---, σείου, σειέσθω, ---, σείεσθε, σειέσθων ή σειέσθωσαν
Απαρέμφατο
σείεσθαι
Μετοχή
σειόμενος
σειομένη
σειόμενον
Οριστική
ἐσεισάμην, ἐσείσω, ἐσείσατο, ἐσεισάμεθα, ἐσείσασθε, ἐσείσαντο
σείσωμαι, σείσῃ, σείσηται, σεισώμεθα, σείσησθε, σείσωνται
σεισαίμην, σείσαιο, σείσαιτο, σεισαίμεθα, σείσαισθε, σείσαιντο
Προστακτική
---, σεῖσαι, σεισάσθω, ---, σείσασθε, σεισάσθων ή σεισάσθωσαν
σείσασθαι
Μετοχή
σεισάμενος
σεισαμένη
σεισάμενον
Οριστική
ἐσείσθην, ἐσείσθης, ἐσείσθη, ἐσείσθημεν, ἐσείσθητε, ἐσείσθησαν
σεισθῶ, σεισθῇς, σεισθῇ, σεισθῶμεν, σεισθῆτε, σεισθῶσι(ν)
σεισθείην, σεισθείης, σεισθείη, σεισθείημεν ή σεισθεῖμεν,
σεισθείητε ή σεισθεῖτε, σεισθείησαν ή σεισθεῖεν
Προστακτική
---, σείσθητι, σεισθήτω, ---, σείσθητε, σεισθέντων ή σεισθήτωσαν
Απαρέμφατο
σεισθῆναι
Μετοχή
σεισθείς
σεισθεῖσα
σεισθέν
Παρακείμενος
Οριστική
σέσεισμαι, σέσεισαι, σέσεισται, σεσείσμεθα, σέσεισθε,
---, σείσθητι, σεισθήτω, ---, σείσθητε, σεισθέντων ή σεισθήτωσαν
Απαρέμφατο
σεισθῆναι
σεισθείς
σεισθεῖσα
Οριστική
σέσεισμαι, σέσεισαι, σέσεισται, σεσείσμεθα, σέσεισθε,
σεσεισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον ὦ
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον ᾖς
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον ᾖ
σεσεισμένοι- σεσεισμέναι- σεσεισμένα ὦμεν
σεσεισμένοι- σεσεισμέναι- σεσεισμένα ἦτε
σεσεισμένοι- σεσεισμέναι- σεσεισμένα ὦσι
Ευκτική
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον εἴην
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον εἴης
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον εἴη
σεσεισμένοι- σεσεισμέναι- σεσεισμένα εἴημεν (εἶμεν)
σεσεισμένοι- σεσεισμέναι- σεσεισμένα εἴητε (εἶτε)
σεσεισμένοι- σεσεισμέναι- σεσεισμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, σέσεισο, σεσείσθω, --- σέσεισθε, σεσείσθων ή σεσείσθωσαν
Απαρέμφατο
σεσεῖσθαι
Μετοχή
σεσεισμένος,
σεσεισμένη,
σεσεισμένον
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον ὦ
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον ᾖς
σεσεισμένοι- σεσεισμέναι- σεσεισμένα ὦμεν
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον εἴην
---, σέσεισο, σεσείσθω, --- σέσεισθε, σεσείσθων ή σεσείσθωσαν
σεσεῖσθαι
σεσεισμένος,
σεσεισμένη,
σεσεισμένον