σήπω: σαπίζω
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σήπω, σήπεις, σήπει, σήπομεν, σήπετε, σήπουσι(ν)
σήπω, σήπῃς, σήπῃ, σήπωμεν, σήπητε, σήπωσι(ν)
σήποιμι, σήποις, σήποι, σήποιμεν, σήποιτε, σήποιεν
Προστακτική
---, σῆπε, σηπέτω, ---, σήπετε, σηπόντων (ή σηπέτωσαν)
σήπειν
Μετοχή
σήπων, σήπουσα, σῆπον
Ενεστώτας
Οριστική
σήπομαι, σήπῃ ή σήπει, σήπεται, σηπόμεθα, σήπεσθε, σήπονται
σήπωμαι, σήπῃ, σήπηται, σηπώμεθα, σήπησθε, σήπωνται
σηποίμην, σήποιο, σήποιτο, σηποίμεθα, σήποισθε, σήποιντο
Προστακτική
---, σήπου, σηπέσθω, ---, σήπεσθε, σηπέσθων ή σηπέσθωσαν
Απαρέμφατο
σήπεσθαι
Μετοχή
σηπόμενος
σηπομένη
σηπόμενον
Οριστική
σαπήσομαι, σαπήσῃ ή σαπήσει, σαπήσεται, σαπησόμεθα, σαπήσεσθε, σαπήσονται
σαπησοίμην, σαπήσοιο, σαπήσοιτο, σαπησοίμεθα, σαπήσοισθε, σαπήσοιντο
Απαρέμφατο
σαπήσεσθαι
Μετοχή
σαπησόμενος
σαπησομένη
σαπησόμενον
Οριστική
ἐσάπην, ἐσάπης, ἐσάπη, ἐσάπημεν, ἐσάπητε, ἐσάπησαν
σαπῶ, σαπῇς, σαπῇ, σαπῶμεν, σαπῆτε, σαπῶσι(ν)
σαπείην, σαπείης, σαπείη, σαπείημεν ή σαπεῖμεν, σαπείητε ή σαπεῖτε, σαπείησαν ή σαπεῖεν
---, σάπηθι, σαπήτω, ---, σάπητε, σαπέντων ή σαπήτωσαν
Απαρέμφατο
σαπῆναι
σαπείς, σαπεῖσα, σαπέν
Οριστική
σέσηπα, σέσηπας, σέσηπε, σεσήπαμεν, σεσήπατε, σεσήπασι(ν)
Υποτακτική
σεσηπώς- σεσηπυῖα- σεσηπός ὦ
σεσηπώς- σεσηπυῖα- σεσηπός ᾖς
σεσηπότες- σεσηπυῖαι- σεσηπότα ὦμεν
Ευκτική
σεσηπώς- σεσηπυῖα- σεσηπός εἴην
Προστακτική
---
σεσηπώς- σεσηπυῖα- σεσηπός ἴσθι
σεσηπότες- σεσηπυῖαι- σεσηπότα ἔστε
Απαρέμφατο
σεσηπέναι
Μετοχή
σεσηπώς- σεσηπυῖα- σεσηπός