θέω = τρέχω
Ενεστώτας
Οριστική
θέω, θεῖς, θεῖ, θέομεν, θεῖτε, θέουσι(ν)
θέω, θέῃς, θέῃ, θέωμεν, θέητε, θέωσι(ν)
θέοιμι, θέοις, θέοι, θέοιμεν, θέοιτε, θέοιεν
Προστακτική
---, θεῖ, θείτω, ---, θεῖτε, θεόντων (ή θείτωσαν)
θεῖν
θέων, θέουσα, θέον
Παρατατικός
Οριστική
ἔθεον, ἔθεις, ἔθει, ἐθέομεν, ἐθεῖτε, ἔθεον
Μέλλοντας
Οριστική
θεύσομαι, θεύσῃ ή θεύσει, θεύσεται, θευσόμεθα, θεύσεσθε, θεύσονται
θευσοίμην, θεύσοιο, θεύσοιτο, θευσοίμεθα, θεύσοισθε, θεύσοιντο
Απαρέμφατο
θεύσεσθαι
Μετοχή
θευσόμενος
θευσομένη
θευσόμενον
Οριστική
ἔδραμον, ἔδραμες, ἔδραμε(ν), ἐδράμομεν, ἐδράμετε, ἔδραμον
δράμω, δράμῃς, δράμῃ, δράμωμεν, δράμητε, δράμωσι(ν)
δράμοιμι, δράμοις, δράμοι, δράμοιμεν, δράμοιτε, δράμοιεν
Προστακτική
---, δράμε, δραμέτω, ---, δράμετε, δραμόντων (ή δραμέτωσαν)
Απαρέμφατο
δραμεῖν
δραμών, δραμοῦσα, δραμόν
Παρακείμενος
Οριστική
δεδράμηκα, δεδράμηκας, δεδράμηκε, δεδραμήκαμεν, δεδραμήκατε, δεδραμήκασι(ν)
Υποτακτική
δεδραμηκώς- δεδραμηκυῖα- δεδραμηκός ὦ
δεδραμηκώς- δεδραμηκυῖα- δεδραμηκός ᾖς
δεδραμηκότες- δεδραμηκυῖαι- δεδραμηκότα ὦμεν
Ευκτική
δεδραμηκώς- δεδραμηκυῖα- δεδραμηκός εἴην
δεδραμηκώς- δεδραμηκυῖα- δεδραμηκός εἴη
Προστακτική
---
δεδραμηκώς- δεδραμηκυῖα- δεδραμηκός ἴσθι
δεδραμηκότες- δεδραμηκυῖαι- δεδραμηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
δεδραμηκέναι
Μετοχή
δεδραμηκώς- δεδραμηκυῖα- δεδραμηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐδεδραμήκειν, ἐδεδραμήκεις, ἐδεδραμήκει, ἐδεδραμήκεμεν, ἐδεδραμήκετε, ἐδεδραμήκεσαν