Ενεργητική Φωνή
ΕνεστώταςΟριστική
τοξεύω, τοξεύεις, τοξεύει, τοξεύομεν, τοξεύετε, τοξεύουσι(ν)
τοξεύω, τοξεύῃς, τοξεύῃ, τοξεύωμεν, τοξεύητε, τοξεύωσι(ν)
τοξεύοιμι, τοξεύοις, τοξεύοι, τοξεύοιμεν, τοξεύοιτε, τοξεύοιεν
Προστακτική
---, τόξευε, τοξευέτω, ---, τοξεύετε, τοξευόντων (ή τοξευέτωσαν)
Απαρέμφατο
τοξεύειν
Μετοχή
τοξεύων, τοξεύουσα, τοξεῦον
Παρατατικός
Οριστική
ἐτόξευον, ἐτόξευες, ἐτόξευε, ἐτοξεύομεν, ἐτοξεύετε, ἐτόξευον
Μέλλοντας
Οριστική
τοξεύσω, τοξεύσεις, τοξεύσει, τοξεύσομεν, τοξεύσετε, τοξεύσουσι(ν)
τοξεύσοιμι, τοξεύσοις, τοξεύσοι, τοξεύσοιμεν, τοξεύσοιτε, τοξεύσοιεν
Απαρέμφατο
τοξεύσειν
Μετοχή
τοξεύσων, τοξεύσουσα, τοξεῦσον
Αόριστος
Οριστική
ἐτόξευσα, ἐτόξευσας, ἐτόξευσε(ν), ἐτοξεύσαμεν, ἐτοξεύσατε, ἐτόξευσαν
τοξεύσω, τοξεύσῃς, τοξεύσῃ, τοξεύσωμεν, τοξεύσητε, τοξεύσωσι(ν)
τοξεύσαιμι, τοξεύσαις ή τοξεύσειας, τοξεύσαι ή τοξεύσειε(ν), τοξεύσαιμεν, τοξεύσαιτε, τοξεύσαιεν ή τοξεύσειαν
Προστακτική
---, τόξευσον, τοξευσάτω, ---, τοξεύσατε, τοξευσάντων (ή τοξευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
τοξεῦσαι
τοξεύσας, τοξεύσασα, τοξεῦσαν
Παρακείμενος
Οριστική
τετόξευκα, τετόξευκας, τετόξευκε, τετοξεύκαμεν, τετοξεύκατε, τετοξεύκασι(ν)
Υποτακτική
τετοξευκώς- τετοξευκυῖα- τετοξευκός ὦ
τετοξευκώς- τετοξευκυῖα- τετοξευκός ᾖς
τετοξευκότες- τετοξευκυῖαι- τετοξευκότα ὦμεν
Ευκτική
τετοξευκώς- τετοξευκυῖα- τετοξευκός εἴην
Προστακτική
---
τετοξευκώς- τετοξευκυῖα- τετοξευκός ἴσθι
τετοξευκότες- τετοξευκυῖαι- τετοξευκότα ἔστε
Απαρέμφατο
τετοξευκέναι
Μετοχή
τετοξευκώς- τετοξευκυῖα- τετοξευκός
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τοξεύομαι, τοξεύῃ ή τοξεύει, τοξεύεται, τοξευόμεθα, τοξεύεσθε, τοξεύονται
τοξεύωμαι, τοξεύῃ, τοξεύηται, τοξευώμεθα, τοξεύησθε, τοξεύωνται
τοξευοίμην, τοξεύοιο, τοξεύοιτο, τοξευοίμεθα, τοξεύοισθε, τοξεύοιντο
Προστακτική
---, τοξεύου, τοξευέσθω, ---, τοξεύεσθε, τοξευέσθων ή τοξευέσθωσαν
Απαρέμφατο
τοξεύεσθαι
Μετοχή
τοξευόμενος
τοξευομένη
τοξευόμενον
Μέλλοντας
Οριστική
τοξεύσομαι, τοξεύσῃ ή τοξεύσει, τοξεύσεται, τοξευσόμεθα, τοξεύσεσθε, τοξεύσονται
τοξευσοίμην, τοξεύσοιο, τοξεύσοιτο, τοξευσοίμεθα, τοξεύσοισθε, τοξεύσοιντο
Απαρέμφατο
τοξεύσεσθαι
Μετοχή
τοξευσόμενος
τοξευσομένη
τοξευσόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐτοξεύθην, ἐτοξεύθης, ἐτοξεύθη, ἐτοξεύθημεν, ἐτοξεύθητε, ἐτοξεύθησαν
τοξευθῶ, τοξευθῇς, τοξευθῇ, τοξευθῶμεν, τοξευθῆτε, τοξευθῶσι(ν)
τοξευθείην, τοξευθείης, τοξευθείη, τοξευθείημεν ή τοξευθεῖμεν, τοξευθείητε ή τοξευθεῖτε, τοξευθείησαν ή τοξευθεῖεν
---, τοξεύθητι, τοξευθήτω, ---, τοξεύθητε, τοξευθέντων ή τοξευθήτωσαν
Απαρέμφατο
τοξευθῆναι
τοξευθείς
τοξευθεῖσα