δάκνω= δαγκώνω, πικραίνω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δάκνω, δάκνεις, δάκνει, δάκνομεν, δάκνετε, δάκνουσι(ν)
δάκνω, δάκνῃς, δάκνῃ, δάκνωμεν, δάκνητε, δάκνωσι(ν)
δάκνοιμι, δάκνοις, δάκνοι, δάκνοιμεν, δάκνοιτε, δάκνοιεν
Προστακτική
---, δάκνε, δακνέτω, ---, δάκνετε, δακνόντων (ή δακνέτωσαν)
Απαρέμφατο
δάκνειν
Μετοχή
δάκνων, δάκνουσα, δάκνον
Παρατατικός
Οριστική
ἔδακνον, ἔδακνες, ἔδακνε, ἐδάκνομεν, ἐδάκνετε, ἔδακνον
Μέλλοντας
Οριστική
δήξομαι, δήξῃ/δήξει, δήξεται, δηξόμεθα, δήξεσθε, δήξονται
δηξοίμην, δήξοιο, δήξοιτο, δηξοίμεθα, δήξοισθε, δήξοιντο
Απαρέμφατο
δήξεσθαι
Μετοχή
δηξόμενος
δηξομένη
δηξόμενον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἔδακον, ἔδακες, ἔδακε(ν), ἐδάκομεν, ἐδάκετε, ἔδακον
δάκω, δάκῃς, δάκῃ, δάκωμεν, δάκητε, δάκωσι(ν)
δάκοιμι, δάκοις, δάκοι, δάκοιμεν, δάκοιτε, δάκοιεν
Προστακτική
---, δάκε, δακέτω, ---, δάκετε, δακόντων (ή δακέτωσαν)
Απαρέμφατο
δακεῖν
δακών, δακοῦσα, δακόν
δέδηχα, δέδηχας, δέδηχε, δεδήχαμεν, δεδήχατε, δεδήχασι(ν)
Υποτακτική
δεδηχώς- δεδηχυῖα- δεδηχός ὦ
δεδηχώς- δεδηχυῖα- δεδηχός ᾖς
δεδηχότες- δεδηχυῖαι- δεδηχότα ὦμεν
Ευκτική
δεδηχώς- δεδηχυῖα- δεδηχός εἴην
Προστακτική
---
δεδηχώς- δεδηχυῖα- δεδηχός ἴσθι
δεδηχότες- δεδηχυῖαι- δεδηχότα ἔστε
Απαρέμφατο
δεδηχέναι
Μετοχή
δεδηχώς- δεδηχυῖα- δεδηχός]
[Υπερσυντέλικος
ἐδεδήχειν, ἐδεδήχεις, ἐδεδήχει, ἐδεδήχεμεν, ἐδεδήχετε, ἐδεδήχεσαν]
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δάκνομαι, δάκνῃ/δάκνει, δάκνεται, δακνόμεθα, δάκνεσθε, δάκνονται
δάκνωμαι, δάκνῃ, δάκνηται, δακνώμεθα, δάκνησθε, δάκνωνται
δακνοίμην, δάκνοιο, δάκνοιτο, δακνοίμεθα, δάκνοισθε, δάκνοιντο
Προστακτική
---, δάκνου, δακνέσθω, ---, δάκνεσθε, δακνέσθων ή δακνέσθωσαν
Απαρέμφατο
δάκνεσθαι
Μετοχή
δακνόμενος
δακνομένη
δακνόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδακνόμην, ἐδάκνου, ἐδάκνετο, ἐδακνόμεθα, ἐδάκνεσθε, ἐδάκνοντο
Μέλλοντας
---
Οριστική
ἐδήχθην, ἐδήχθης, ἐδήχθη, ἐδήχθημεν, ἐδήχθητε, ἐδήχθησαν
δηχθῶ, δηχθῇς, δηχθῇ, δηχθῶμεν, δηχθῆτε, δηχθῶσι(ν)
δηχθείην, δηχθείης, δηχθείη, δηχθείημεν ή δηχθεῖμεν, δηχθείητε ή δηχθεῖτε, δηχθείησαν ή δηχθεῖεν
---, δήχθητι, δηχθήτω, ---, δήχθητε, δηχθέντων ή δηχθήτωσαν
Απαρέμφατο
δηχθῆναι
δηχθείς
δηχθεῖσα
[Παρακείμενος
Οριστική
δέδηγμαι, δέδηξαι, δέδηκται, δεδήγμεθα, δέδηχθε, δεδηγμένοι εἰσί
Υποτακτική
δεδηγμένος- δεδηγμένη- δεδηγμένον ὦ
δεδηγμένος- δεδηγμένη- δεδηγμένον ᾖς
δεδηγμένοι- δεδηγμέναι- δεδηγμένα ὦμεν
Ευκτική
δεδηγμένος- δεδηγμένη- δεδηγμένον εἴην
Προστακτική
---, δέδηξο, δεδήχθω, --- δέδηχθε, δεδήχθων ή δεδήχθωσαν
Απαρέμφατο
δεδῆχθαι
δεδηγμένος,
δεδηγμένη,
δεδηγμένον
Υπερσυντέλικος
ἐδεδήγμην, ἐδέδηξο, ἐδέδηκτο, ἐδεδήγμεθα, ἐδέδηχθε, δεδηγμένοι ἦσαν