Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δίδωμι, δίδως, δίδωσι, δίδομεν, δίδοτε, διδόασι(ν)
διδῶ, διδῷς, διδῷ, διδῶμεν, διδῶτε, διδῶσι(ν)
διδοίην, διδοίης, διδοίη, διδοίημεν ή διδοῖμεν, διδοίητε ή διδοῖτε, διδοίησαν ή
---, δίδου, διδότω, ---, δίδοτε, διδόντων (ή διδότωσαν)
Απαρέμφατο
διδόναι
Μετοχή
διδούς, διδοῦσα, διδόν
Παρατατικός
Οριστική
ἐδίδουν, ἐδίδους, ἐδίδου, ἐδίδομεν, ἐδίδοτε, ἐδίδοσαν
Μέλλοντας
Οριστική
δώσω, δώσεις, δώσει, δώσομεν, δώσετε, δώσουσι(ν)
δώσοιμι, δώσοις, δώσοι, δώσοιμεν, δώσοιτε, δώσοιεν
Απαρέμφατο
δώσειν
Μετοχή
δώσων, δώσουσα, δῶσον
Αόριστος
Οριστική
ἔδωκα, ἔδωκας, ἔδωκε(ν), ἔδομεν, ἔδοτε, ἔδοσαν
δῶ, δῷς, δῷ, δῶμεν, δῶτε, δῶσι(ν)
δοίην, δοίης, δοίη, δοίημεν ή δοῖμεν, δοίητε ή δοῖτε, δοίησαν ή δοῖεν
---, δός, δότω, ---, δότε, δόντων (ή δότωσαν)
Απαρέμφατο
δοῦναι
δούς, δοῦσα, δόν
Παρακείμενος
Οριστική
δέδωκα, δέδωκας, δέδωκε(ν), δεδώκαμεν, δεδώκατε, δεδώκασι(ν)
Υποτακτική
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός ὦ
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός ᾖς
δεδωκότες- δεδωκυῖαι- δεδωκότα ὦμεν
Ευκτική
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός εἴην
Προστακτική
---
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός ἴσθι
δεδωκότες- δεδωκυῖαι- δεδωκότα ἔστε
δεδωκέναι
Μετοχή
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐδεδώκειν, ἐδεδώκεις, ἐδεδώκει, ἐδεδώκεμεν, ἐδεδώκετε, ἐδεδώκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δίδομαι, δίδοσαι, δίδοται, διδόμεθα, δίδοσθε, δίδονται
διδῶμαι, διδῷ, διδῶται, διδώμεθα, διδῶσθε, διδῶνται
διδοίμην, διδοῖο, διδοῖτο, διδοίμεθα, διδοῖσθε, διδοῖντο
---, δίδοσο, διδόσθω, ---, δίδοσθε, διδόσθων ή διδόσθωσαν
Απαρέμφατο
δίδοσθαι
Μετοχή
διδόμενος
διδομένη
διδόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδιδόμην, ἐδίδοσο, ἐδίδοτο, ἐδιδόμεθα, ἐδίδοσθε, ἐδίδοντο
Μέλλοντας
Οριστική
δώσομαι, δώσῃ/δώσει, δώσεται, δωσόμεθα, δώσεσθε, δώσονται
δωσοίμην, δώσοιο, δώσοιτο, δωσοίμεθα, δώσοισθε, δώσοιντο
Απαρέμφατο
δώσεσθαι
Μετοχή
δωσόμενος
δωσομένη
δωσόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
δοθήσομαι, δοθήσῃ/δοθήσει, δοθήσεται, δοθησόμεθα, δοθήσεσθε, δοθήσονται
δοθησοίμην, δοθήσοιο, δοθήσοιτο, δοθησοίμεθα, δοθήσοισθε, δοθήσοιντο
Απαρέμφατο
δοθήσεσθαι
Μετοχή
δοθησόμενος
δοθησομένη
δοθησόμενον
Μέσος Αόριστος Β ́
Οριστική
ἐδόμην, ἔδου, ἔδοτο, ἐδόμεθα, ἔδοσθε, ἔδοντο
δῶμαι, δῷ, δῶται, δώμεθα, δῶσθε, δῶνται
δοίμην, δοῖο, δοῖτο, δοίμεθα, δοῖσθε, δοῖντο
---, δοῦ, δόσθω, ---, δόσθε, δόσθων ή δόσθωσαν
δόσθαι
Μετοχή
δόμενος
δομένη
δόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐδόθην, ἐδόθης, ἐδόθη, ἐδόθημεν, ἐδόθητε, ἐδόθησαν
δοθῶ, δοθῇς, δοθῇ, δοθῶμεν, δοθῆτε, δοθῶσι(ν)
δοθείην, δοθείης, δοθείη, δοθείημεν ή δοθεῖμεν, δοθείητε ή δοθεῖτε, δοθείησαν ή
---, δόθητι, δοθήτω, ---, δόθητε, δοθέντων ή δοθήτωσαν
Απαρέμφατο
δοθῆναι
δοθείς
δοθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
δέδομαι, δέδοσαι, δέδοται, δεδόμεθα, δέδοσθε, δέδονται
Υποτακτική
δεδομένος- δεδομένη-δεδομένον ὦ
δεδομένος- δεδομένη-δεδομένον ᾖς
δεδομένοι- δεδομέναι-δεδομένα ὦμεν
Ευκτική
δεδομένος- δεδομένη-δεδομένον εἴην
Προστακτική
---, δέδοσο, δεδόσθω--- δέδοσθε, δεδόσθων ή δεδόσθωσαν
Απαρέμφατο
δεδόσθαι
Μετοχή
δεδομένος,
δεδομένη,
δεδομένον
Υπερσυντέλικος
ἐδεδόμην, ἐδέδοσο, ἐδέδοτο, ἐδεδόμεθα, ἐδέδοσθε, ἐδέδοντο