ἵστημι: στήνω κάτι ή κάποιον, κάνω κάτι να σταθεί όρθιο / είμαι υπαρκτός, έχω παρουσία
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἵστημι, ἵστης, ἵστησι, ἵσταμεν, ἵστατε, ἱστᾶσι(ν)
ἱστῶ, ἱστῇς, ἱστῇ, ἱστῶμεν, ἱστῆτε, ἱστῶσι(ν)
ἱσταίην, ἱσταίης, ἱσταίη, ἱσταίημεν ή ἱσταῖμεν, ἱσταίητε ή ἱσταῖτε, ἱσταίησαν ή ἱσταῖεν
---, ἵστη, ἱστάτω, ---, ἵστατε, ἱστάντων (ή ἱστάτωσαν)
ἱστάναι
ἱστάς, ἱστᾶσα, ἱστάν
Παρατατικός
Οριστική
ἵστην, ἵστης, ἵστη, ἵσταμεν, ἵστατε, ἵστασαν
Μέλλοντας
Οριστική
στήσω, στήσεις, στήσει, στήσομεν, στήσετε, στήσουσι(ν)
στήσοιμι, στήσοις, στήσοι, στήσοιμεν, στήσοιτε, στήσοιεν
Απαρέμφατο
στήσειν
Μετοχή
στήσων, στήσουσα, στῆσον
Οριστική
ἔστην, ἔστης, ἔστη, ἔστημεν, ἔστητε, ἔστησαν
στῶ, στῇς, στῇ, στῶμεν, στῆτε, στῶσι(ν)
σταίην, σταίης, σταίη, σταίημεν ή σταῖμεν, σταίητε ή σταῖτε, σταίησαν ή σταῖεν
---, στῆθι, στήτω, ---, στῆτε, στάντων (ή στήτωσαν)
στῆναι
στάς, στᾶσα, στάν
Αόριστος
Οριστική
ἔστησα, ἔστησας, ἔστησε(ν), ἐστήσαμεν, ἐστήσατε, ἔστησαν
στήσω, στήσῃς, στήσῃ, στήσωμεν, στήσητε, στήσωσι(ν)
στήσαιμι, στήσαις, στήσαι, στήσαιμεν, στήσαιτε, στήσαιεν
Προστακτική
---, στῆσον, στησάτω, ---, στήσατε, στησάντων (ή στησάτωσαν)
στῆσαι
στήσας, στήσασα, στῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ἕστηκα, ἕστηκας, ἕστηκε(ν), ἑστήκαμεν, ἑστήκατε, ἑστήκασι(ν)
ἑστηκώς- ἑστηκυῖα- ἑστηκός ὦ
ἑστηκώς- ἑστηκυῖα- ἑστηκός ᾖς
ἑστηκότες- ἑστηκυῖαι- ἑστηκότα ὦμεν
Ευκτική
ἑστηκώς- ἑστηκυῖα- ἑστηκός εἴην
Προστακτική
---
ἑστηκώς- ἑστηκυῖα- ἑστηκός ἴσθι
ἑστηκότες- ἑστηκυῖαι- ἑστηκότα ἔστε
ἑστηκέναι
ἑστηκώς- ἑστηκυῖα- ἑστηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
εἱστήκειν, εἱστήκεις, εἱστήκει, εἱστήκεμεν, εἱστήκετε, εἱστήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἵσταμαι, ἵστασαι, ἵσταται, ἱστάμεθα, ἵστασθε, ἵστανται
ἱστῶμαι, ἱστῇ, ἱστῆται, ἱστώμεθα, ἱστῆσθε, ἱστῶνται
ἱσταίμην, ἱσταῖο, ἱσταῖτο, ἱσταίμεθα, ἱσταῖσθε, ἱσταῖντο
---, ἵστασο, ἱστάσθω, ---, ἵστασθε, ἱστάσθων ή ἱστάσθωσαν
ἵστασθαι
ἱστάμενος
Παρατατικός
Οριστική
ἱστάμην, ἵστασο, ἵστατο, ἱστάμεθα, ἵστασθε, ἵσταντο
Μέλλοντας
Οριστική
στήσομαι, στήσῃ/στήσει, στήσεται, στησόμεθα, στήσεσθε, στήσονται
στησοίμην, στήσοιο, στήσοιτο, στησοίμεθα, στήσοισθε, στήσοιντο
Απαρέμφατο
στήσεσθαι
Μετοχή
στησόμενος
στησομένη
στησόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
σταθήσομαι, σταθήσῃ/σταθήσει, σταθήσεται, σταθησόμεθα, σταθήσεσθε, σταθήσονται
σταθησοίμην, σταθήσοιο, σταθήσοιτο, σταθησοίμεθα, σταθήσοισθε, σταθήσοιντο
Απαρέμφατο
σταθήσεσθαι
Μετοχή
σταθησόμενος
σταθησομένη
σταθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐστάθην, ἐστάθης, ἐστάθη, ἐστάθημεν, ἐστάθητε, ἐστάθησαν
σταθῶ, σταθῇς, σταθῇ, σταθῶμεν, σταθῆτε, σταθῶσι(ν)
σταθείην, σταθείης, σταθείη, σταθείημεν ή σταθεῖμεν, σταθείητε ή σταθεῖτε, σταθείησαν ή σταθεῖεν
---, στάθητι, σταθήτω, ---, στάθητε, σταθέντων ή σταθήτωσαν
Απαρέμφατο
σταθῆναι
σταθείς
σταθεῖσα