σημαίνω: φανερώνω, γνωστοποιώ, δίνω σημείο/σημάδι, υποδεικνύει, σφραγίζω, διατάζω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σημαίνω, σημαίνεις, σημαίνει, σημαίνομεν, σημαίνετε, σημαίνουσι(ν)
σημαίνω, σημαίνῃς, σημαίνῃ, σημαίνωμεν, σημαίνητε, σημαίνωσι(ν)
σημαίνοιμι, σημαίνοις, σημαίνοι, σημαίνοιμεν, σημαίνοιτε, σημαίνοιεν
Προστακτική
---, σήμαινε, σημαινέτω, ---, σημαίνετε, σημαινόντων (ή σημαινέτωσαν)
Απαρέμφατο
σημαίνειν
Μετοχή
σημαίνων, σημαίνουσα, σημαῖνον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσήμαινον, ἐσήμαινες, ἐσήμαινε, ἐσημαίνομεν, ἐσημαίνετε, ἐσήμαινον
Μέλλοντας
Οριστική
σημανῶ, σημανεῖς, σημανεῖ, σημανοῦμεν, σημανεῖτε, σημανοῦσι(ν)
σημανοῖμι, σημανοῖς, σημανοῖ, ή σημανοίην, σημανοίης, σημανοίη, σημανοῖμεν, σημανοῖτε, σημανοῖεν
σημανεῖν
σημανῶν, σημανοῦσα, σημανοῦν
Οριστική
ἐσήμηνα, ἐσήμηνας, ἐσήμηνε(ν), ἐσημήναμεν, ἐσημήνατε, ἐσήμηναν
σημήνω, σημήνῃς, σημήνῃ, σημήνωμεν, σημήνητε, σημήνωσι(ν)
σημήναιμι, σημήναις / σημήνειας, σημήναι / σημήνειε(ν), σημήναιμεν, σημήναιτε, σημήναιεν / σημήνειαν
Προστακτική
---, σήμηνον, σημηνάτω, ---, σημήνατε, σημηνάντων (ή σημηνάτωσαν)
Απαρέμφατο
σημῆναι
σημήνας, σημήνασα, σημῆναν
Παρακείμενος
Οριστική
σεσήμαγκα, σεσήμαγκας, σεσήμαγκε, σεσημάγκαμεν, σεσημάγκατε, σεσημάγκασι(ν)
Υποτακτική
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός ὦ
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός ᾖς
σεσημαγκότες- σεσημαγκυῖαι- σεσημαγκότα ὦμεν
Ευκτική
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός εἴην
Προστακτική
---
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός ἴσθι
σεσημαγκότες- σεσημαγκυῖαι- σεσημαγκότα ἔστε
Απαρέμφατο
σεσημαγκέναι
Μετοχή
σεσημαγκώς- σεσημαγκυῖα- σεσημαγκός
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σημαίνομαι, σημαίνῃ/σημαίνει, σημαίνεται, σημαινόμεθα, σημαίνεσθε, σημαίνονται
σημαίνωμαι, σημαίνῃ, σημαίνηται, σημαινώμεθα, σημαίνησθε, σημαίνωνται
σημαινοίμην, σημαίνοιο, σημαίνοιτο, σημαινοίμεθα, σημαίνοισθε, σημαίνοιντο
Προστακτική
---, σημαίνου, σημαινέσθω, ---, σημαίνεσθε, σημαινέσθων ή σημαινέσθωσαν
Απαρέμφατο
σημαίνεσθαι
Μετοχή
σημαινόμενος
σημαινομένη
σημαινόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσημαινόμην, ἐσημαίνου, ἐσημαίνετο, ἐσημαινόμεθα, ἐσημαίνεσθε, ἐσημαίνοντο
Μέλλοντας
Οριστική
σημανοῦμαι, σημανῇ/σημανεῖ, σημανεῖται, σημανοῦμεθα, σημανεῖσθε, σημανοῦνται
σημανοίμην, σημανοῖο, σημανοῖτο, σημανοίμεθα, σημανοῖσθε, σημανοῖντο
σημανεῖσθαι
σημανούμενος
σημανουμένη
σημανούμενον
Οριστική
σημανθήσομαι, σημανθήσῃ/σημανθήσει, σημανθήσεται, σημανθησόμεθα, σημανθήσεσθε, σημανθήσονται
σημανθησοίμην, σημανθήσοιο, σημανθήσοιτο, σημανθησοίμεθα, σημανθήσοισθε, σημανθήσοιντο
Απαρέμφατο
σημανθήσεσθαι
Μετοχή
σημανθησόμενος
σημανθησομένη
σημανθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐσημηνάμην, ἐσημήνω, ἐσημήνατο, ἐσημηνάμεθα, ἐσημήνασθε, ἐσημήναντο
σημήνωμαι, σημήνῃ, σημήνηται, σημηνώμεθα, σημήνησθε, σημήνωνται
σημηναίμην, σημήναιο, σημήναιτο, σημηναίμεθα, σημήναισθε, σημήναιντο
Προστακτική
---, σήμηναι, σημηνάσθω, ---, σημήνασθε, σημηνάσθων ή σημηνάσθωσαν
Απαρέμφατο
σημήνασθαι
Μετοχή
σημηνάμενος
σημηναμένη
σημηνάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐσημάνθην, ἐσημάνθης, ἐσημάνθη, ἐσημάνθημεν, ἐσημάνθητε, ἐσημάνθησαν
σημανθῶ, σημανθῇς, σημανθῇ, σημανθῶμεν, σημανθῆτε, σημανθῶσι(ν)
σημανθείην, σημανθείης, σημανθείη, σημανθείημεν ή σημανθεῖμεν, σημανθείητε ή σημανθεῖτε, σημανθείησαν ή σημανθεῖεν
---, σημάνθητι, σημανθήτω, ---, σημάνθητε, σημανθέντων ή σημανθήτωσαν
Απαρέμφατο
σημανθῆναι
σημανθείς
σημανθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
σεσήμασμαι, σεσήμανσαι, σεσήμανται, σεσημάσμεθα, σεσήμανθε, σεσημασμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον ὦ
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον ᾖς
σεσημασμένοι- σεσημασμέναι-σεσημασμένα ὦμεν
Ευκτική
σεσημασμένος- σεσημασμένη-σεσημασμένον εἴην
Προστακτική
---, σεσήμανσο, σεσημάνθω, --- σεσήμανθε, σεσημάνθων ή σεσημάνθωσαν
Απαρέμφατο
σεσημάνθαι
Μετοχή
σεσημασμένος,
σεσημασμένη,
σεσημασμένον
Υπερσυντέλικος
ἐσεσημάσμην, ἐσεσήμανσο, ἐσεσήμαντο, ἐσεσημάσμεθα, ἐσεσήμανθε, σεσημασμένοι ἦσαν