Ενεστώτας
Οριστική
τρέχω, τρέχεις, τρέχει, τρέχομεν, τρέχετε, τρέχουσι(ν)
τρέχω, τρέχῃς, τρέχῃ, τρέχωμεν, τρέχητε, τρέχωσι(ν)
τρέχοιμι, τρέχοις, τρέχοι, τρέχοιμεν, τρέχοιτε, τρέχοιεν
Προστακτική
---, τρέχε, τρεχέτω, ---, τρέχετε, τρεχόντων (ή τρεχέτωσαν)
Απαρέμφατο
τρέχειν
Μετοχή
τρέχων, τρέχουσα, τρέχον
Παρατατικός
Οριστική
ἔτρεχον, ἔτρεχες, ἔτρεχε, ἐτρέχομεν, ἐτρέχετε, ἔτρεχον
Μέλλοντας
Οριστική
δραμοῦμαι, δραμῇ/δραμεῖ, δραμεῖται, δραμοῦμεθα, δραμεῖσθε, δραμοῦνται
δραμοίμην, δραμοῖο, δραμοῖτο, δραμοίμεθα, δραμοῖσθε, δραμοῖντο
δραμεῖσθαι
δραμούμενος
δραμουμένη
δραμούμενον
Οριστική
ἔδραμον, ἔδραμες, ἔδραμε(ν), ἐδράμομεν, ἐδράμετε, ἔδραμον
δράμω, δράμῃς, δράμῃ, δράμωμεν, δράμητε, δράμωσι(ν)
δράμοιμι, δράμοις, δράμοι, δράμοιμεν, δράμοιτε, δράμοιεν
Προστακτική
---, δράμε, δραμέτω, ---, δράμετε, δραμόντων (ή δραμέτωσαν)
Απαρέμφατο
δραμεῖν
δραμών, δραμοῦσα, δραμόν
Παρακείμενος
Οριστική
δεδράμηκα, δεδράμηκας, δεδράμηκε, δεδραμήκαμεν, δεδραμήκατε, δεδραμήκασι(ν)
Υποτακτική
δεδραμηκώς- δεδραμηκυῖα- δεδραμηκός ὦ
δεδραμηκώς- δεδραμηκυῖα- δεδραμηκός ᾖς
δεδραμηκότες- δεδραμηκυῖαι- δεδραμηκότα ὦμεν
Ευκτική
δεδραμηκώς- δεδραμηκυῖα- δεδραμηκός εἴην
Προστακτική
---
δεδραμηκώς- δεδραμηκυῖα- δεδραμηκός ἴσθι
δεδραμηκότες- δεδραμηκυῖαι- δεδραμηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
δεδραμηκέναι
Μετοχή
δεδραμηκώς- δεδραμηκυῖα- δεδραμηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐδεδραμήκειν, ἐδεδραμήκεις, ἐδεδραμήκει, ἐδεδραμήκεμεν, ἐδεδραμήκετε, ἐδεδραμήκεσαν