Ενεστώτας
Οριστική
ἐθέλω, ἐθέλεις, ἐθέλει, ἐθέλομεν, ἐθέλετε, ἐθέλουσι(ν)
Υποτακτική
ἐθέλω, ἐθέλῃς, ἐθέλῃ, ἐθέλωμεν, ἐθέλητε, ἐθέλωσι(ν)
ἐθέλοιμι, ἐθέλοις, ἐθέλοι, ἐθέλοιμεν, ἐθέλοιτε, ἐθέλοιεν
Προστακτική
---, ἔθελε, ἐθελέτω, ---, ἐθέλετε, ἐθελόντων (ή ἐθελέτωσαν)
Απαρέμφατο
ἐθέλειν & θέλειν
ἐθέλων, ἐθέλουσα, ἐθέλον
Παρατατικός
Οριστική
ἤθελον, ἤθελες, ἤθελε, ἠθέλομεν, ἠθέλετε, ἤθελον
Οριστική
ἐθελήσω, ἐθελήσεις, ἐθελήσει, ἐθελήσομεν, ἐθελήσετε, ἐθελήσουσι(ν)
ἐθελήσοιμι, ἐθελήσοις, ἐθελήσοι, ἐθελήσοιμεν, ἐθελήσοιτε, ἐθελήσοιεν
ἐθελήσειν
ἐθελήσων, ἐθελήσουσα, ἐθελῆσον
Οριστική
ἠθέλησα, ἠθέλησας, ἠθέλησε(ν), ᾐτήσαμεν, ᾐτήσατε, ᾔτησαν
ἐθελήσω, ἐθελήσῃς, ἐθελήσῃ, ἐθελήσωμεν, ἐθελήσητε, ἐθελήσωσι(ν)
ἐθελήσαιμι, ἐθελήσαις ή ἐθελήσειας, ἐθελήσαι ή ἐθελήσαιε(ν) ἐθελήσαιμεν, ἐθελήσαιτε, ἐθελήσαιεν ή ἐθελήσειαν
---, ἐθέλησον, ἐθελησάτω, ---, ἐθελήσατε, ἐθελησάντων (ή ἐθελησάτωσαν)
ἐθελῆσαι
ἐθελήσας, ἐθελήσασα, ἐθελῆσαν
Οριστική
ἠθέληκα, ἠθέληκας, ἠθέληκε, ἠθελήκαμεν, ἠθελήκατε, ἠθελήκασι(ν)
Υποτακτική
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός ὦ
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός ᾖς
ἠθεληκότες- ἠθεληκυῖαι- ἠθεληκότα ὦμεν
Ευκτική
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός εἴην
Προστακτική
---
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός ἴσθι
ἠθεληκότες- ἠθεληκυῖαι- ἠθεληκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἠθεληκέναι
ἠθεληκώς- ἠθεληκυῖα- ἠθεληκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἠθελήκειν, ἠθελήκεις, ἠθελήκει, ἠθελήκεμεν, ἠθελήκετε, ἠθελήκεσαν