ζεύγνυμι: ενώνω, συνδέω, βάζω κάτω από τον ζυγό
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ζεύγνυμι, ζεύγνυς, ζεύγνυσι, ζεύγνυμεν, ζεύγνυτε, ζευγνύασι(ν)
ζευγνύω, ζευγνύῃς, ζευγνύῃ, ζευγνύωμεν, ζευγνύητε, ζευγνύωσι(ν)
ζευγνύοιμι, ζευγνύοις, ζευγνύοι, ζευγνύοιμεν, ζευγνύοιτε, ζευγνύοιεν
Προστακτική
---, ζεύγνυ, ζευγνύτω, ---, ζεύγνυτε, ζευγνύντων (ή ζευγνύτωσαν)
Απαρέμφατο
ζευγνύναι
Μετοχή
ζευγνύς, ζευγνῦσα, ζευγνύν
Παρατατικός
Οριστική
ἐζεύγνυν, ἐζεύγνυς, ἐζεύγνυ, ἐζεύγνυμεν, ἐζεύγνυτε, ἐζεύγνυσαν
Μέλλοντας
Οριστική
ζεύξω, ζεύξεις, ζεύξει, ζεύξομεν, ζεύξετε, ζεύξουσι(ν)
ζεύξοιμι, ζεύξοις, ζεύξοι, ζεύξοιμεν, ζεύξοιτε, ζεύξοιεν
Απαρέμφατο
ζεύξειν
Μετοχή
ζεύξων, ζεύξουσα, ζεῦξον
Αόριστος
Οριστική
ἔζευξα, ἔζευξας, ἔζευξε(ν), ἐζεύξαμεν, ἐζεύξατε, ἔζευξαν
ζεύξω, ζεύξῃς, ζεύξῃ, ζεύξωμεν, ζεύξητε, ζεύξωσι(ν)
ζεύξαιμι, ζεύξαις ή ζεύξειας, ζεύξαι ή ζεύξειε(ν), ζεύξαιμεν, ζεύξαιτε, ζεύξαιεν ή ζεύξειαν
Προστακτική
---, ζεῦξον, ζευξάτω, ---, ζεύξατε, ζευξάντων (ή ζευξάτωσαν)
ζεῦξαι
ζεύξας, ζεύξασα, ζεῦξαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ζεύγνυμαι, ζεύγνυσαι, ζεύγνυται, ζευγνύμεθα, ζεύγνυσθε, ζεύγνυνται
Υποτακτική
ζευγνύωμαι, ζευγνύῃ, ζευγνύηται, ζευγνυώμεθα, ζευγνύησθε, ζευγνύωνται
ζευγνυοίμην, ζευγνύοιο, ζευγνύοιτο, ζευγνυοίμεθα, ζευγνύοισθε, ζευγνύοιντο
Προστακτική
---, ζεύγνυσο, ζευγνύσθω, ---, ζεύγνυσθε, ζευγνύσθων ή ζευγνύσθωσαν
Απαρέμφατο
ζεύγνυσθαι
Μετοχή
ζευγνύμενος
ζευγνυμένη
ζευγνύμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐζευγνύμην, ἐζεύγνυσο, ἐζεύγνυτο, ἐζευγνύμεθα, ἐζεύγνυσθε, ἐζεύγνυντο
Μέλλοντας
Οριστική
ζεύξομαι, ζεύξῃ/ζεύξει, ζεύξεται, ζευξόμεθα, ζεύξεσθε, ζεύξονται
ζευξοίμην, ζεύξοιο, ζεύξοιτο, ζευξοίμεθα, ζεύξοισθε, ζεύξοιντο
Απαρέμφατο
ζεύξεσθαι
Μετοχή
ζευξόμενος
ζευξομένη
ζευξόμενον
Οριστική
ἐζευξάμην, ἐζεύξω, ἐζεύξατο, ἐζευξάμεθα, ἐζεύξασθε, ἐζεύξαντο
ζεύξωμαι, ζεύξῃ, ζεύξηται, ζευξώμεθα, ζεύξησθε, ζεύξωνται
ζευξαίμην, ζεύξαιο, ζεύξαιτο, ζευξαίμεθα, ζεύξαισθε, ζεύξαιντο
Προστακτική
---, ζεῦξαι, ζευξάσθω, ---, ζεύξασθε, ζευξάσθων ή ζευξάσθωσαν
ζεύξασθαι
Μετοχή
ζευξάμενος
ζευξαμένη
ζευξάμενον
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἐζεύχθην, ἐζεύχθης, ἐζεύχθη, ἐζεύχθημεν, ἐζεύχθητε, ἐζεύχθησαν
ζευχθῶ, ζευχθῇς, ζευχθῇ, ζευχθῶμεν, ζευχθῆτε, ζευχθῶσι(ν)
ζευχθείην, ζευχθείης, ζευχθείη, ζευχθείημεν ή ζευχθεῖμεν, ζευχθείητε ή ζευχθεῖτε, ζευχθείησαν ή ζευχθεῖεν
---, ζεύχθητι, ζευχθήτω, ---, ζεύχθητε, ζευχθέντων ή ζευχθήτωσαν
Απαρέμφατο
ζευχθῆναι
ζευχθείς
ζευχθεῖσα
Οριστική
ἐζύγην, ἐζύγης, ἐζύγη, ἐζύγημεν, ἐζύγητε, ἐζύγησαν
ζυγῶ, ζυγῇς, ζυγῇ, ζυγῶμεν, ζυγῆτε, ζυγῶσι(ν)
ζυγείην, ζυγείης, ζυγείη, ζυγείημεν ή ζυγεῖμεν, ζυγείητε ή ζυγεῖτε, ζυγείησαν ή ζυγεῖεν
---, ζύγηθι, ζυγήτω, ---, ζύγητε, ζυγέντων ή ζυγήτωσαν
Απαρέμφατο
ζυγῆναι
ζυγείς
ζυγεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
ἔζευγμαι, ἔζευξαι, ἔζευκται, ἐζεύγμεθα, ἔζευχθε, ἐζευγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἐζευγμένος- ἐζευγμένη-ἐζευγμένον ὦ
ἐζευγμένος- ἐζευγμένη-ἐζευγμένον ᾖς
ἐζευγμένοι- ἐζευγμέναι-ἐζευγμένα ὦμεν
Ευκτική
ἐζευγμένος- ἐζευγμένη-ἐζευγμένον εἴην
Προστακτική
---, ἔζευξο, ἐζεύχθω, --- ἔζευχθε, ἐζεύχθων ή ἐζεύχθωσαν
Απαρέμφατο
ἐζεῦχθαι
ἐζευγμένος,