Σε όλη τη μέχρι τώρα συζήτηση για την κυβερνητική απόφαση να θεσμοθετηθεί η δυνατότητα της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος, συζήτηση που απέχει πολύ από το να έχει τον χαρακτήρα του ουσιαστικού διαλόγου που αναλογεί στην πιο μεγάλη μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης των τελευταίων δεκαετιών, η κυβέρνηση όταν δεν κατέφευγε σε επιχειρήματα της μορφής «ακόμη και η Βόρεια Κορέα έχει ιδιωτικά πανεπιστήμια» είχε προσπαθήσει να διαβεβαιώσει ότι θα υπάρχουν «αυστηρά κριτήρια». Επέμενε δηλαδή ότι δεν μιλάμε για μετατροπή των υφιστάμενων «κολεγίων» σε μη κρατικά πανεπιστήμια. Και όλα αυτά την ώρα που το πολύ μεγάλο φοιτητικό και πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο της 8η Φεβρουαρίου έδειξε ότι υπάρχει μεγάλο βάθος στην αντίδραση και την οργή των φοιτητών.
Όμως, η ανάρτηση στη δημόσια διαβούλευση του σχετικού σχεδίου νόμου περιλαμβάνει αρκετά σημεία που δύσκολα αντιστοιχούν στην προσπάθεια της κυβέρνησης να καθησυχάσει τις αντιδράσεις όσων υποστηρίζουν ότι αυτό που θα έχουμε θα είναι απλώς μια προσφορά εμπορευματοποιημένης και όχι απαραίτητα υψηλού επιπέδου «ανώτατης εκπαίδευσης» και των αντίστοιχων τίτλων που πλέον θα αναγνωρίζονται αυτόματα.
Παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων ή απλά franchise;
Βασική πλευρά της κυβερνητικής ρητορικής μέχρι τώρα ήταν θα έλθουν μεγάλου κύρους αναγνωρισμένα πανεπιστήμια του εξωτερικού και θα ιδρύσουν δικά τους παραρτήματα εδώ, μεταφέροντας και το ανάλογο κύρος, όπως και ότι αυτό είναι διαφορετικό από τις διάφορες συμφωνίες συνεργασίας που έχουν ήδη διάφορα κολέγια.
Όμως, ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται στο νομοσχέδιο το Νομικό Πρόσωπο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης είναι κάπως διαφορετικός. Στο άρθρο 129, παράγραφος β’ ορίζεται ως εξής:
««Νομικό Πρόσωπο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Ν.Π.Π.Ε.)»: νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ρυθμιζόμενο με τις διατάξεις του παρόντος, με αποκλειστικό σκοπό την παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης, το οποίο συνδέεται απευθείας με το μητρικό ίδρυμα, και αποτελεί παράρτημά του στην Ελλάδα, με βάση απόφαση του αρμοδίου οργάνου του μητρικού ιδρύματος που προσδιορίζει λεπτομερώς την εσωτερική μεταξύ τους σχέση και αντανακλάται επί του κεφαλαίου ή με βάση συμφωνίες πιστοποίησης (validation) ή δικαιόχρησης (franchising), οι οποίες διασφαλίζουν ουσιωδώς την ορθή τήρηση των ακαδημαϊκών προτύπων του μητρικού ιδρύματος.»
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι όταν μιλάμε για συμφωνίες πιστοποίησης (validation) ή δικαιόχρησης (franchising) δεν μιλάμε για κάτι που απέχει πολύ από τη σημερινή κατάσταση όπου τα Κολέγια προσφέρουν προγράμματα πιστοποιημένα από το μητρικό, ενώ αντίστοιχα και η έννοια του franchise είναι αρκετά διαφορετική από την έννοια του «έρχεται το ξένο πανεπιστήμιο».
Και παρότι η κυβέρνηση υποστήριζε σε ένα προηγούμενο διάστημα ότι έβαλε φραγμό στις διαθέσεις των Κολεγίων να γίνουν πανεπιστήμια, φαίνεται ότι τους ανοίγει έναν δρόμο, να μετατρέψουν την ισχύουσα σχέση τους με ένα Πανεπιστήμιο του εξωτερικού σε μια μορφή «μη κερδοσκοπικού» ΝΠΠΕ και να αποκτήσουν χαρακτήρα μη κρατικού πανεπιστημίου.
Να σημειώσουμε εδώ ότι μη κερδοσκοπικό δεν σημαίνει μη κερδοφόρο, απλώς ότι δεν διανέμονται τα κέρδη στους μετόχους, αλλά επανεπενδύονται. Μόνο που είναι πολύ εύκολο να φτιαχτεί ένα πλέγμα συναλλαγών που θα επιτρέπουν σε όποιον επενδύει να αποκομίζει το σχετικό κέρδος.
Όταν η πιστοποίηση μεταφέρεται ουσιαστικά στο «μητρικό ίδρυμα»
Ένα άλλο ερώτημα ήταν πως θα υπήρχε έλεγχος ώστε να είναι όντως υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακά ιδρύματα. Ως προς αυτό υποτίθεται ότι θα υπήρχαν τα αυστηρά κριτήρια που θα θέτει και θα ελέγχει η ΕΘΑΑΕ.
Όμως, μια ματιά στις διατυπώσεις του σχεδίου νόμου δείχνει ότι σε κρίσιμα ζητήματα δεν είναι η ΕΘΑΑΕ που πιστοποιεί αλλά το μητρικό ίδρυμα.
Και αυτό γιατί μπορεί η ΕΘΑΑΕ να ελέγχει εάν υπάρχουν οι κατάλληλες κτιριακές εγκαταστάσεις, όμως ως προς τα προγράμματα σπουδών αυτό που ελέγχει είναι εάν «διαθέτει την αξιολόγηση και πιστοποίηση από το μητρικό ίδρυμα για τα προσφερόμενα προγράμματα σπουδών του». Εάν είναι πιστοποιημένο από το μητρικό ίδρυμα, τότε το πιστοποιεί και η ΕΘΑΑΕ και στην συνέχεια αυτό το πρόγραμμα σπουδών δίνει τίτλο σπουδών που αναγνωρίζεται «αυτόματα» ως τίτλος του μητρικού ιδρύματος, χωρίς τη διαδικασία του ΔΟΑΤΑΠ.
Όταν η έννοια του καθηγητή ρυθμίζεται από το μητρικό ίδρυμα
Αυτή η μεταφορά της αρμοδιότητας στο μητρικό ίδρυμα αποτυπώνεται και στο πως ορίζεται το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι στον μέχρι τώρα διάλογο η κυβέρνηση επέμεινε στο ότι θα υπάρχουν τουλάχιστο 30 διδάσκοντες με διδακτορικό.
Τώρα, οι διατυπώσεις του νόμου παραπέμπουν απλώς στο ότι θα είναι «κάτοχοι διδακτορικού σε θέμα συναφές με το αντικείμενο της διδασκαλίας τους και διαθέτει τα ουσιαστικά προσόντα, που απαιτούνται για την κατοχή θέσης διδακτικού προσωπικού αντίστοιχης βαθμίδας, καθώς και ειδικό διδακτικό προσωπικό με προσόντα, τρόπους επιλογής και όρους υπηρεσίας, αντίστοιχους με εκείνους του μητρικού ιδρύματος.»
Όμως, η έννοια του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού μέχρι σήμερα δεν σήμαινε απλά την κατοχή διδακτορικού και μια αντιστοιχία με το «μητρικό ίδρυμα». Στη χώρα μας σήμαινε κατοχή διδακτορικού, ερευνητικό έργο και προϋπηρεσία και διαδικασία εκλογής από ένα εκλεκτορικό σώμα της αυτής ή ανώτερης βαθμίδας στη βάση του ερευνητικού έργου, με ταυτόχρονη περιγραφή των απαιτήσεων για κάθε βαθμίδα. Αυτό είναι διαφορετικό από την πρακτική ορισμένων ιδιωτικών πανεπιστημίων του εξωτερικού όπου είναι κατά βάση απόφαση της διοίκησης η πρόσληψη του διδακτικού προσωπικού. Ούτε αποτελεί εγγύηση η γενική αναφορά ότι «τα κριτήρια εκλογής και εξέλιξης εγκρίνονται από το μητρικό ίδρυμα και τηρούν τις αρχές της διαφάνειας, της λογοδοσίας, της αξιοκρατίας, της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ποιοτικής παροχής υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης».
«Ακαδημαϊκά όργανα» με συμβουλευτικό μόνο χαρακτήρα
Η έννοια του πανεπιστημίου δεν ταυτίζεται με αυτή του εκπαιδευτήριου. Ένα πανεπιστήμιο είναι ένας σύνθετος εκπαιδευτικός, μορφωτικός και ερευνητικός οργανισμός.
Γι’ αυτό και διαμορφώθηκε μια μεγάλη παράδοση, που στην Ελλάδα αποτυπώθηκε διαχρονικά στη νομοθεσία για τα δημόσια πανεπιστήμια αλλά και στη σχετική συνταγματική πρόβλεψη, αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων.
Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την αυτονομία ως προς την απόφαση, αλλά και με το ότι τα όργανα που απαρτίζονται από το ακαδημαϊκό προσωπικό (και όχι π.χ. το τμήμα μάρκετινγκ ή τον οικονομικό διευθυντή) είναι αυτά που πρέπει κατεξοχήν να έχουν την ευθύνη των βασικών αποφάσεων για την κατεύθυνση των ιδρυμάτων.
Αυτό σημαίνει ένα πανεπιστήμιο πρέπει να έχει αποφασιστικά όργανα όπως είναι οι Συνελεύσεις των Τμημάτων ή η Σύγκλητος.
Στα ΝΠΠΕ το ακαδημαϊκό όργανο θα έχει μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα και όχι αποφασιστικό. Όπως αναφέρει το άρθρο 148, παράγραφος 1: «Σε κάθε Ν.Π.Π.Ε. λειτουργεί ακαδημαϊκό όργανο, το οποίο απαρτίζεται από μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού του, που εκπροσωπούν τις Σχολές του και λειτουργεί ως συμβουλευτικό όργανο, προτείνοντας στρατηγικές που σχετίζονται με την ερευνητική και εκπαιδευτική αποστολή του».
Αυτό σημαίνει αποφάσεις πραγματικές θα παίρνει το μάνατζμεντ. Μόνο που αυτό δεν παραπέμπει ακριβώς σε… ακαδημαϊκότητα.
Στη μη κρατική Ιατρική Σχολή με… 8,34/20
Ένα βασικό πεδίο αντιπαράθεσης εξαρχής γύρω από τα μη κρατικά πανεπιστήμια ήταν το ενδεχόμενο να διαμορφωθούν δύο δρόμοι εισόδου στην ανώτατη εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων των σχολών υψηλής ζήτησης όπως είναι οι ιατρικές ή νομικές σχολές: ένας που θα περνάει μέσα από τις πανελλήνιες και την ανάγκη υψηλών σχολικών επιδόσεων και ένας που θα περνάει από την ικανότητα καταβολής των διδάκτρων.
Η κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να υποστηρίξει ότι όλα αυτά θα λύνονταν μέσα από τη θεσμοθέτηση υψηλών ακαδημαϊκών κριτηρίων.
Όμως, το σχέδιο νόμου προβλέπει απλώς να πετύχει ο φοιτητής την μικρότερη δυνατή ελάχιστη βάση εισαγωγής, δηλαδή τον χαμηλότερο μέσο όσο ανά πεδίο και αυτόν πολλαπλασιασμένο με τον συντελεστή 0,8. Όπως αναφέρει το σχέδιο νόμου: «με ελάχιστη βάση εισαγωγής (ΕΒΕ), η οποία προκύπτει από τον μικρότερο εκ των μέσων όρων των βαθμολογιών του συνόλου των εξεταζομένων ανά επιστημονικό πεδίο, πολλαπλασιαζόμενο με τον συντελεστή 0,8». Και όπως το διευκρινίζει το υπουργείο Παιδεία στο κείμενο ερωταπαντήσεων που έδωσε: «Η βάση αυτή θα είναι μία, και θα προκύπτει από τον μικρότερο εκ των μέσων όρων των βαθμολογιών του συνόλου των εξεταζόμενων ανά επιστημονικό πεδίο πολλαπλασιαζόμενο με συντελεστή 0.8».
Για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό ας δούμε τους φετινούς μέσους όρους των πανελλαδικώς εξεταζομένων μαθημάτων ανά επιστημονικό πεδίο, πολλαπλασιασμένους με συντελεστή 0,8.
1o ΠΕΔΙΟ
Μέσος Όρος Πεδίου 11,78Χ 0,80=9,42
2ο ΠΕΔΙΟ
Μέσος Όρος Πεδίου 12,34Χ0,80=9,87
3ο ΠΕΔΙΟ
Μέσος Όρος Πεδίου 11,64 Χ0,80=9,31
4ο ΠΕΔΙΟ
Μέσος Όρος Πεδίου 10,43Χ0,80=8,34
Όπως βλέπουμε ο χαμηλότερος μέσος όρος είναι στο τέταρτο πεδίο και με συντελεστή 0,8 μας δίνει μια βάση 8,34/20 ακόμη και για τη μη κρατική Ιατρική Σχολή, όταν π.χ. η Ιατρική Αθηνών είχε φέτος μια βάση που αντιστοιχούσε με μέσο όρο 19.
Τελικά τι θέλουμε;
Όλα αυτά καταλήγουν σε ένα κρίσιμο ερώτημα που είναι εάν όλη αυτή η συζήτηση ήταν προδιαγεγραμμένη να καταλήξει κάπου εδώ, δηλαδή στη νομιμοποίηση ιδρυμάτων που κατά βάση θα πάνε να καλύψουν μια ζήτηση εκπαιδευτικών υπηρεσιών κυρίως παρά να συμβάλουν σε μια συνολικότερη αναβάθμιση του ακαδημαϊκού τοπίου στη χώρα.
Γιατί στην Ελλάδα πολλές φορές παρουσιάστηκε μια εξιδανικευμένη εικόνα των «ιδιωτικών πανεπιστημίων». Αυτό γινόταν με την προβολή διάσημων ιδρυμάτων, ιδρυμένων αιώνες πριν και σε χώρες όπου η έννοια του κρατικού πανεπιστημίου ήρθε αργότερα και τα οποία λόγω της ιστορίας τους είχαν υψηλά ερευνητικά και ακαδημαϊκά κριτήρια και παράδοση αυτοδιοίκητου (αν και πρόσφατα έχουν και αυτά προβλήματα ως προς αυτή τη διάσταση με τους χορηγούς να απαιτούν π.χ. απόλυση προέδρων με τις απόψεις των οποίων για το Παλαιστινιακό διαφωνούν).
Όμως, στην πράξη αυτοί που πραγματικά προωθούσαν την ίδρυση τέτοιων ιδρυμάτων δεν απείχαν πολύ από τη λογική των ιδρυμάτων που κυρίως θα διεκδικούσαν μερίδιο μιας υπαρκτής «αγοράς», ιδρύματα πιο κοντά στη λογική των “private for profit” ακόμη και τύποις «μη κερδοσκοπικών». Δεν ήρθαν οι σύγχρονοι «ευεργέτες».
Τα πράγματα κάνει χειρότερα, η επιλογή να μην συζητηθούν όλα αυτά εντός μιας συνταγματικής αναθεώρησης που θα μπορούσε να εξετάσει πολύ πιο αυστηρά και τα κριτήρια και τους όρους υπό τους οποίους θα μπορούσαν αυτά να λειτουργήσουν, πέραν προφανώς του να συζητήσει πολύ πιο ουσιαστικά την πραγματική σκοπιμότητα και αναγκαιότητα μιας τέτοιας κίνησης.
Γιατί η παράκαμψη της συνταγματικής αναθεώρησης δεν είναι απλώς η παράκαμψη μιας πιο «χρονοβόρας» διαδικασίας. Είναι η άρνηση της αναγκαίας θεσμικής αυστηρότητας που θα κατοχύρωνε πολύ περισσότερο την όποια επιλογή και σε τελική ανάλυση θα την νομιμοποιούσε ουσιαστικά με τις ασφαλιστικές δικλείδες της διπλής κοινοβουλευτικής έγκρισης. Και τα αποτελέσματα αυτής της θεσμικής σπουδής είναι εμφανή ήδη από το σχέδιο νόμου.
Παναγιώτης Σωτήρης, https://www.in.gr/