Περίπου 300 χρόνια μετά τη σταύρωση του Ιησού Χριστού και αφού οι πρώτοι χριστιανοί έχουν καταφέρει και έχουν σώσει την πίστη τους μέσα από διωγμούς και βάσανα, είχε έρθει η ώρα, ώστε, η Εκκλησία να εδραιώσει τη θέση της και την κυριαρχία της. Όπου κυριαρχία... εξουσία και όπου εξουσία έρχονται από κοντά οι ίντριγκες και τα «παιχνίδια κάτω από το τραπέζι». Υπό αυτή την άκρως πολιτική συνθήκη η νέα - τότε – θρησκεία βρέθηκε μπροστά σε ένα αδιέξοδο που απειλούσε να τη σβήσει από τον χάρτη. Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά οριακή και κανείς δεν ξέρει τι θα μπορούσε να έχει αλλάξει αν δεν υπήρχε μια λέξη και ένα χαστούκι που τα άλλαξαν όλα!
Ο Άρειος και ο άναρχος Θεός
Περίπου το 256 μ.Χ. γεννήθηκε στη Λιβύη ο Άρειος ο οποίος από μικρή ηλικία αφιερώθηκε στο Θεό. Ήταν ένας νέος ο οποίος είχε μεγάλη μόρφωση και βαθειά πίστη. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι αντίπαλοί του δεν αμφισβήτησαν το ήθος του φανερώνει ότι διήγε άμεμπτη ζωή.
Οι πολλές και σημαντικές γνώσεις που είχε αποκτήσει, ωστόσο, τον οδήγησαν σε, αυτό που η τότε επίσημη εκκλησία, ονόμαζε «λάθος μονοπάτι». Ακολουθούσε διάφορους αιρετικούς προσπαθώντας να βρει άγνωστες πτυχές της θρησκείας. Να μελετήσει και γιατί όχι ν’ αλλάξει βασικούς κανόνες της. Η πρώτη σημαντική αναφορά στο όνομά του γίνεται το 306 όταν συνετάχθη με την πλευρά του Μελίτιου όταν προέκυψε η κρίση που αργότερα ονομάστηκε «Σχίσμα του Μελιτίου».
Λέγεται πως ο Άρειος έγινε αποδέκτης χλευαστικών συμπεριφορών από σπουδαίους επισκόπους εκείνης της εποχής κάτι που τον στιγμάτισε και τον πείσμωσε ακόμα περισσότερο.
Σταδιακά ο Άρειος άρχισε να αναπτύσσει ένα δικό του δόγμα. Σύμφωνα με αυτό ο Υιός (ο Ιησούς Χριστός, δηλαδή) δεν είναι κατά φύση και κατ ουσίαν αληθινός Θεός. Δημιουργήθηκε από το Θεό – Πατέρα κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή «εν χρόνω». Για το λόγο αυτό δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί αγέννητος, ούτε μέρος αγεννήτου. Ήταν επομένως, ένα απλό κτίσμα του Θεού.
Ο Άρειος υποστήριζε την απόλυτη μοναρχία της θεότητας και δεχόταν ένα Θεό αγέννητο και άναρχο. Επομένως, πριν από τη δημιουργία του Υιού ήταν απόλυτη η «μοναρχία» του μόνου αγέννητου και άναρχου Θεού, γι αυτό και ο μεν Θεός δεν ήταν Πατήρ, πριν να δημιουργήσει τον Υιό, και ο δε Υιός δεν υπήρχε πριν δημιουργηθεί από τον Πατέρα.
Με λίγα λόγια, αυτό που προσπαθούσε να κάνει ο Άρειος είναι να χρησιμοποιεί τις θεολογικές έννοιες της πατρότητας και της υιότητας μεταφορικά και κατ αναλογίαν προς την ανθρώπινη ζωή, κατά την οποία ο πατέρας προηγείται χρονικά του υιού του. Επιχειρούσε, δηλαδή, να εξηγήσει με βάση τις ανθρώπινες σχέσεις τις σχέσεις των Προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Όλα αυτά βεβαία, λίγο έως καθόλου, δε θα απασχολούσαν την επίσημη εκκλησία εκείνη την περίοδο αν η διδασκαλία του Άρειου δεν είχε αρχίσει να έχει απήχηση στους πιστούς οι οποίοι παρακολουθούσαν με προσοχή τα διδάγματά του. Και κάπως έτσι ο Χριστιανισμός βρέθηκε αντιμέτωπος με την πρώτη μεγάλη εσωδογματική απειλή.
Βρισκόμαστε πλέον στο έτος 325 μ.Χ. επί αυτοκρατορίας Μ. Κωνσταντίνου ο οποίος ξαφνικά βρέθηκε αντιμέτωπος με μία αίρεση με σοβαρότατες προεκτάσεις για τη συνοχή της αυτοκρατορίας. Είχαν προηγηθεί και άλλες αιρετικές προσπάθειες αλλά καμία δεν είχε φοβίσει τόσο πολύ την αυτοκρατορία καθώς πλέον ακουμπούσε τον πυρήνα του χριστιανισμού.
Ο αυτοκράτορας που διακαώς επιθυμούσε την επικράτηση θρησκευτικής ειρήνης στην αυτοκρατορία και μη κατανοώντας τις δογματικές διαφορές της αρειανικής διδασκαλίας από την ορθόδοξη άποψη, προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα των θεολογικών αντιπάλων, χωρίς, ωστόσο, να το καταφέρει με αποτέλεσμα οι διαφορές να γίνονται ολοένα και πιο έντονες.
Λέγεται πως ο πρώτος που μίλησε στον Μ. Κωνσταντίνο για τον επερχόμενο κίνδυνο ήταν ο Κορδούης Όσιος ο οποίος, μάλιστα, του πρότεινε να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο με σκοπό την οριστική επίλυση της διαμάχης. Και έτσι έγινε.
Η επεισοδιακή Α' Οικουμενική Σύνοδος
Ο Μ. Κωνσταντίνος όρισε τη Νίκαια της Βιθυνίας ως το μέρος που θα φιλοξενήσει τη Σύνοδο και αυτό γιατί έχοντας αποφασίσει να συμμετάσχει και ο ίδιος ήθελε ένα μέρος κοντά στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να είναι εύκολη η μετάβασή του εκεί. Ήθελε να είναι εκεί προκειμένου να αναλάβει την προεδρία της Συνόδου και με την παρουσία του να πιέσει ώστε να βρεθεί λύση.
Στη σύνοδο, η οποία ξεκίνησε μια ημέρα σαν σήμερα, στις 20 Μαΐου του 325 μΧ, πήραν μέρος 318 Πατέρες μεταξύ των οποίων και οι Άγιος Αθανάσιος, Άγιος Σπυρίδωνας και Άγιος Νικόλαος. Η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν από την ελληνόφωνη Ανατολή και την Μικρά Ασία.
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε πολλές και κρίσιμες αποφάσεις. Τόσο σημαντικές που θεωρείται πως είχαν μακροχρόνιες επιρροές θεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα στην Ανατολή σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Ενδεικτικά να αναφερθεί πως ορίστηκε η ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα, η Εκκλησία εντάχθηκε στις επίσημες δομές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο συνοδικός θεσμός έγινε θεμελιώδους σημασίας για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό.
Η μεγάλη μάχη, ωστόσο, δόθηκε για τον «Αρειανισμό». Μετά τον εναρκτήριο λόγο του ο αυτοκράτορας πήρε και έκαψε γραπτά αιτήματα που του είχαν παραδώσει προηγουμένως οι επίσκοποι και τα οποία περιείχαν αλληλοκατηγορίες, λέγοντας: «Ο Χριστός απαιτεί από εκείνον που επιζητεί να λάβει συγχώρηση να συγχωρεί τον αδελφό του».
Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, πως όταν ο Κωνσταντίνος είδε πως κάποιοι αντιδρούσαν στην παρουσία του εκεί, απευθυνόμενος στους Επισκόπους- πατέρες, σύμφωνα με τον ιστορικό Ευσέβιο, είπε τη φράση: «υπό του Θεού καθιστάμενος επίσκοπος των εκτός αν είην» που σημαίνει «θα μπορούσα να είμαι εξωτερικός επίσκοπος υπό τον Θεό»!
Ακόμα και έτσι, ωστόσο, οι στιγμές ακραίας έντασης δεν έλειψαν. Σε μία από αυτές ο Άγιος Νικόλαος μην μπορώντας να συγκρατήσει την αγανάκτησή του για τα όσα υποστήριζε ο Άρειος, τον χαστούκισε! Ο Μ. Κωνσταντίνος τιμώρησε το Νικόλαο με φυλάκιση! Στη διάρκεια της Συνόδου ο Κωνσταντίνος, χρησιμοποίησε όλη τη διπλωματική του εμπειρία και προσπάθησε να φέρει κοντά τις δυο πλευρές.
Έδωσε, λοιπόν, τον λόγο στον αναγνωρισμένο εκκλησιαστικό ιστορικό και Βιβλικό σχολιαστή Ευσέβιο Καισαρείας (έναν από τους πιο γνωστούς υποστηρικτές της Αρειανής αίρεσης) να εκφράσει δημόσια την πίστη του και να «αποκαθάρει το όνομά του».
Προς αυτή την κατεύθυνση ο Ευσέβιος παρέθεσε το βαπτιστήριο σύμβολο πίστης της εκκλησίας της Καισάρειας, το οποίο ανέφερε ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν «ο Λόγος του Θεού», «ο μονογενής Γιος», «γεννημένος από τον Θεό πριν από όλους τους αιώνες» και Εκείνος «μέσω του οποίου έγιναν όλα τα πράγματα». Οι θέσεις που εξέφραζε το σύμβολο ήταν ορθόδοξες και ο αυτοκράτορας αντιλήφθηκε ότι αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για έναν από κοινού συμβιβασμό. Ο Κωνσταντίνος έκανε δεκτό αυτό το σύμβολο πίστης και απομάκρυνε έτσι από τον Ευσέβιο τη μομφή του αιρετικού.
Ο Κωνσταντίνος πρότεινε στη συνέχεια την προσθήκη της λέξης ομοούσιος που θα αποσαφήνιζε την ενότητα και την ισότητα του Ιησού Χριστού και Υιού με τον Θεό και Πατέρα στον ορισμό της πίστης αναφορικά με τη χριστιανική Θεότητα. Αν, μάλιστα, έπειθε τον Ευσέβιο να αποδεχτεί αυτή τη λέξη, πίστευε ότι κατείχε το «κλειδί» που θα μπορούσε να ενώσει την πλειονότητα των επισκοπικών ηγετών σε κοινή συναίνεση και να απομονώσει ως αίρεση τη μειονότητα των ακραίων αρειανών.
Ο Ευσέβιος αν και αρχικά ήταν επιφυλακτικός στη συνέχεια δέχθηκε την παρέμβαση του αυτοκράτορα και έτσι επί της ουσίας επιτεύχθηκε ένας θεολογικός συμψηφισμός.
Στη συνέχεια συστήθηκε μια επιτροπή για να συντάξει μια δήλωση πίστης με βάση τα βαπτιστήρια σύμβολα πίστης, η οποία όμως θα ενσωμάτωνε αντιαρειανές φράσεις. Μέσα σε λίγες μέρες η επιτροπή παρήγαγε τη δήλωση που είναι ως τις ημέρες μας γνωστή ως «Σύμβολο Πίστης της Νίκαιας» που είναι το πρώτο μέρος του Συμβόλου της Πίστεως.
Μετά από δυο μήνες και δώδεκα ημέρες η Σύνοδος ολοκληρώθηκε. Ο Αυτοκράτορας κέρδισε χρόνο και βέβαια την ενότητα της εκκλησίας. Αλλά και πάλι όλα έδειχναν εξαιρετικά εύθραυστα και αυτό αποδείχθηκε από το θάνατο το Άρειου το 336 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη. Επίσημα ο θάνατός του αποδόθηκε σε… άγνωστα αίτια. Για τους λιγοστούς πιστούς που του είχαν απομείνει, όμως, ο Άρειος δηλητηριάστηκε από τους εχθρούς του.