Το σχέδιο ήταν απλό και ταυτόχρονα τόσο τρομακτικό και τόσο αιματηρό. Ο ακραίος εθνικιστής Μουσταφά Κεμάλ αφού πρώτα σφαγίασε Αρμένιους, Ασσύριους ακόμα και Οθωμανούς, στράφηκε στον ελληνισμό του Πόντου.
Οι Έλληνες του Πόντου ήταν ένα ιδιαίτερο τμήμα του Ελληνισμού καθώς ακόμα και μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ζούσαν στα βόρεια της Μικράς Ασίας.
Δεν τους πτόησε ούτε η άλωση της Τραπεζούντας και παρότι αποτελούσαν μειονότητα δεν άργησαν να κυριαρχήσουν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.
Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000.
Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
«Πάρθεν η Ρωμανία»
Όλα αυτά, ωστόσο, αλλάζουν με τρόπο δραματικό όχι μόνο για τους Έλληνες του Πόντου αλλά για όλους τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Νεότουρκοι έβαλαν στην άκρη τον Σουλτάνο και σχεδόν αμέσως έδειξαν το σκληρό τους πρόσωπο διαψεύδοντας όσες ελπίδες είχαν δημιουργηθεί για αναίμακτες μεταρρυθμίσεις.
Την εποχή εκείνη η Ελλάδα είχε εστιάσει στο «Κρητικό ζήτημα» και σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να ανοίξει ένα νέο μέτωπο με την Τουρκία. Οι Νεότουρκοι βρήκαν την ευκαιρία που έψαχναν και εκτόπισαν ένα μεγάλο μέρος του Ελληνικού πληθυσμού.
Ανάγκασαν όσους Έλληνες δεν πάνε στον στρατό να υπηρετήσουν στα «Αμελέ Ταμπουρού», σε «Τάγματα Εργασίας» τα οποία στην πραγματικότητα ήταν τάγματα θανάτου όπου κανείς δούλευε κάτω από άθλιες συνθήκες μέχρι να αφήσει την τελευταία του πνοή σε κάποιο λατομείο ή ορυχείο.
Το 1915 σφαγιάστηκαν οι Αρμένιοι και, πλέον, ο δρόμος για τον Ατατούρκ και τους ακραίους εθνικιστές του ήταν ορθάνοιχτος. Σαν σήμερα, πριν από 104, χρόνια ο Κεμάλ, αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα και υπό την καθοδήγηση των Γερμανών και Σοβιετικών συμβούλων του, έδωσε το σύνθημα για να ξεκινήσει η δεύτερη φάση της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 353.000.
Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα η οποία έπρεπε να φτάσει η 24 Φεβρουαρίου 1994 προκειμένου να ανακηρύξει τη 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
Εκτός από την Ελλάδα και την Κύπρο (που επίσης αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994), η γενοκτονία των Ποντίων είναι αναγνωρισμένη ως τέτοια επισήμως από μόλις τρία κράτη: τη Σουηδία (από τις 11 Μαρτίου 2010), την Αρμενία (από τον Μάρτιο του 2015) και την Ολλανδία (από τον Απρίλιο του 2015).
Επιπλέον, τη γενοκτονία των Ποντίων έχουν αναγνωρίσει 12 πολιτείες των ΗΠΑ (ανάμεσα σε αυτές η Νέα Υόρκη, η Πενσιλβάνια, η Φλόριντα και το Κλίβελαντ), δυο πολιτείες της Αυστραλίας (Νέα Αυστραλία και Νέα Νότια Ουαλία) καθώς και πέντε μεγάλες πόλεις του Καναδά ανάμεσα στις οποίες το Τορόντο, το Μόντρεαλ και η Οτάβα.
Το τουρκικό κράτος αρνείται κατηγορηματικά πως υπήρξε γενοκτονία. Αποδίδει τους χιλιάδες θανάτους σε παράπλευρες απώλειες πολέμου, στον λιμό που προέκυψε από την εισβολή των Ρώσων στη βόρεια Τουρκία και σε εμφύλιες αναταραχές!
«Έπνιξε το μωρό της στον βούρκο»
«Ήμασταν περισσότερες από 100 γυναίκες και είχαμε 8-10 παιδιά, ηλικίας 2 έως 7 χρονών και αποφασίσαμε να τα πνίξουμε μην τυχόν και κλάψει κάποιο ή μιλήσει, και όταν οι Τούρκοι θα ήταν κοντά μας θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μας και θα μας συλλαμβάνανε. Τότε η καθεμία από εμάς πήρε το παιδί της άλλης και το έπνιξε, σφίγγοντας το λαιμό του και αφήνοντας το νερό του καταρράκτη να μπει μέσα στο στόμα του.
Κάποιο κοριτσάκι 6-7 χρονών όταν είδε το τι γινότανε, μας παρακάλεσε να μην της βγάλουμε από το λαιμό κάτι χαϊμαλιά που είχε και μας είπε στα τούρκικα ''πενί ποορκενέ τσιτσιλεριμί τσικάρτμαγιν'', δηλαδή όταν με πνίγετε να μη βγάλετε από το λαιμό μου τα χαϊμαλιά…». Η αφήγηση της Βαρβάρας Σαλτσίδου από το Κόλοου Ερπαας, γεννημένη το 1902, που καταγράφηκε τον Μάρτιο του 1966, συγκλονίζει.
«Πολλά είδαμε και πολλά περάσαμε. Έβλεπες τους ανθρώπους να τρώνε ψοφίμια, πολλές φορές μάλιστα εγένοντο ομηρικαί μάχαι δια να κόψη κανείς ένα κομμάτι, ακόμα και από αυτά που έκειντο μέσα στον δρόμο», έγραφε ο Κωνσταντίνος Ιορδανίδης καταθέτοντας τη δική του μαρτυρία. Οι μαρτυρίες πολλές. Άλλες σκληρές και άλλες ακόμα πιο σκληρές. Σχεδόν απάνθρωπες.
«Μας πήραν όλους σε μια πορεία θανάτου. Πολλοί, οι γεροντότεροι, δεν άντεξαν. Τον θείο της μητέρας μου, τον παπα - Κυριάκο, τον διέταξαν οι Τούρκοι στρατιώτες να φύγει. Εκείνος λειτουργούσε. Ζήτησε να αποχωρήσει μόλις θα τέλειωνε η εκκλησία.
Οι Τούρκοι απείλησαν να κλειδώσουν τις πόρτες και να τους κάψουν ζωντανούς. Τελικά τους έκαψαν μέσα στην εκκλησία. Τι τα θυμάμαι;» είχε πει η Αθανασία Ιγνατιάδου, από χωριό της Κερασούντας, αφήγηση από τον πρώτο διωγμό, το 1910.
Από το Χοντροκόπι της Ματσούκας του Πόντου, η Ελένη Αλεξανδρίδου θυμάται πως «όταν ξεκινήσανε να σφάζουν και να ρημάζουν τον τόπο», οι Έλληνες έτρεχαν στα βουνά με την ελπίδα να καταφύγουν στη Ρωσία. Σε μια περίπτωση, ήρθαν αντιμέτωποι με ένα απόσπασμα Τούρκων ενόπλων που ξεκίνησαν να δολοφονούν.
Με ποντιακή διάλεκτο αναφέρει: «Οι γυναίκες με τα παιδία στην αγκάλα και έτρεχανε να προλαβαίνουνε και να μπαίνουνε στα ρωσικά τα σύνορα. Και προλάβανε λέει, στο δρόμο που επαένανε, ένα δεντρόν τρανόν νερούν ξελέ με τα κλαδία με τα φύλλα όπως έχει και πήαν όλοι και εκρύφτανε».
Τα μωρά έκλαιγαν και δεν είχαν ούτε γάλα να τους δώσουν. Οι αρχηγοί της παρέας είπαν σε δύο μανάδες ή θα σκοτώσουν τα παιδιά τους ή θα απομακρυνθούν από το κρησφύγετο για να μην προδώσουν 500 και πλέον κυνηγημένους. Τότε, η μια πήρε το κορδόνι του παπουτσιού της και κρέμασε το μωρό της. Η άλλη το έπνιξε στον βούρκο.
«Εγώ τον χρόνο που θα πήγαινα στο σχολείο, στην πρώτη τάξη, έκαψαν τα χωριά μας. Οι Τούρκοι, ο Τοπάλ Οσμάν. Όπως ας πούμε από τη Δράμα και εδώ μεριά, Καβάλα, όλα τα έκαψαν μέχρι τη Σαμψούντα δηλαδή. Έδινε και η Αμερική στον Έλληνα πολυβόλα, έδινε και στους Τούρκους και είχαν μάτι, βλέψεις στην θάλασσα οι Αμερικανοί. Και έλεγαν βρισιές Τούρκων στους Έλληνες, τάκα τάκα ρίχνανε τα πολυβόλα και τα όπλα. Έλεγε ο πατέρας μου, ποιος ξέρει τι θα μας κάνουν πάλι…
Πήγε και έκοψε τα εισιτήρια και με το δεύτερο καράβι φύγαμε. Ένα τσουβάλι στον ώμο και ένα που καθόμασταν. Νύχτα μέρα με εκείνα πολεμώ και ξημερώνω. Μοναχή μου κάθομαι εδώ και τι κάνω; Δεν βλέπεις, τα μάτια μου πάντα δακρυσμένα είναι», έλεγε στη δική της αφήγηση η Κυριακή Σεϊτανίδου Αβραμίδου από τον Δυτικό Πόντο.
«Με πολλά βάσανα φτάσαμε στην Κερασούντα. Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων. Εκεί στην Κερασούντα μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας.
Μαζεύουν όλους του Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν, κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καύκια σε άγνωστα μέρη.
Στην εκκλησία δε συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητό, νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα και εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες.
Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής μέχρι να πεθάνουν» έγραψε ο Χ. Τσιρκινίδης ο οποίος συμπεριέλαβε τη μαρτυρία του θείου του Ευριπίδη, στο βιβλίο «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου».
Και σαν να μην έφταναν όλα τα βάσανα και ο πόνος που έζησαν οι άνθρωποι αυτοί με τον ξεριζωμό είχαν να αντιμετωπίσουν και την εχθρική «υποδοχή» των Ελλήνων όταν, πλέον, έφτασαν εδώ.
«Ήρθαμε στην Ελλάδα πεινασμένοι, διψασμένοι. Τα παιδιά πέθαιναν στα χέρια μας από την πείνα. Και τί καταλάβαμε που ήρθαμε εδώ; Τίποτα… Μόνο φασαρίες. Εμείς στην Τραπεζούντα, βασιλιάδες ήμασταν. Εδώ; Για Τούρκους μας είχανε. Μουσουλμάνους.
Όταν μας έλεγαν Μουσουλμάνους, ε τρελαινόμασταν», έλεγε η Δ. Μασκαλίδου, πρώην κάτοικος της Χωρομάνας Πόντου. «Όταν ήρθα εδώ στην Ελλάδα, οι Έλληνες Τουρκόσπορους μας φώναζαν. Να τα λέμε έξω από τα δόντια», υπογράμμιζε ο Ανδρονικίδης Κωνσταντίνος από τη Γαλίαινα της περιοχής Ματσούκα, της Τραπεζούντας.
Για την Ιστορία και μόνο, βέβαια, την ίδια αντιμετώπιση από τους ντόπιους «απόλαυσαν» και μερικά χρόνια αργότερα οι Έλληνες της Μικράς Ασίας. Είναι ενδεικτικό, μάλιστα, πως η εφημερίδα «Καθημερινή» έγραφε για «αγέλη προσφύγων», ενώ ο «Πρωινός Τύπος», το 1933 ζητούσε να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες!