Μπορεί μια συναυλία να μετατραπεί σε ένα συγκρουσιακό γεγονός που θα θέτει ανοιχτά το ζήτημα της αμφισβήτησης ενός σκληρού στρατιωτικού καθεστώτος; Και βέβαια μπορεί. Το τραγούδι, άλλωστε, όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές, μπορεί να λειτουργήσει σαν πυροδοτικός μηχανισμός και να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις αφού «χτυπά» άμεσα στον ψυχισμό του ακροατή.
Τώρα αν μιλάμε για μια συναυλία στην οποία ακούγονται τραγούδια του σπουδαίου Σταύρου Ξαρχάκου με τη φωνή του αξεπέραστου Νίκου Ξυλούρη, τότε όλα μπορεί να λειτουργήσουν σε υπερθετικό βαθμό.
Το 1973, άλλωστε, ήταν μια χρονιά που βρήκε τους φοιτητές σε πλήρη αναβρασμό. Μια καθοριστική χρονιά στη νεότερη Ιστορία της Ελλάδας. Πολλά τα καθοριστικά γεγονότα και ο πολιτικός χρόνος εξαιρετικά συμπυκνωμένος.
Εκείνη η συναυλία του Ξαρχάκου, το θρυλικό «κονσέρτο '73», άλλωστε είναι το μοναδικό καλλιτεχνικό γεγονός το οποίο αποτέλεσε τόσο τα «μεθεόρτια» ενός σημαντικού γεγονότος, όσο και το πρελούδιο ενός ακόμα σημαντικότερου.
Τα γεγονότα της Νομικής που «έδειξαν» αυτό που έρχεται
Κατά τη διάρκεια του πέμπτου έτους της δικτατορίας, το 1972, το καθεστώς προσπάθησε να λάβει μια πιο... δημοκρατική μορφή. Θεώρησε πως μια «πρόβα τζενεράλε» θα ήταν να δοθούν κάποιες επιπλέον ελευθερίες στους φοιτητές κάτι που θα λειτουργούσε και σαν «βαλβίδα αποσυμπίεσης».
Οι φοιτητές εκείνη την εποχή είχαν δημιουργήσει τις Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα και αμφισβητούσαν ανοιχτά τα διοικητικά συμβούλια των φοιτητικών συλλόγων τα οποία, όπως είναι φυσικό, ελέγχονταν απόλυτα από τη χούντα αφού ήταν... διορισμένα από αυτή!
Οι «εγκέφαλοι» του καθεστώτος θεώρησαν πως θα ήταν εύκολο να ξεγελάσουν το φοιτητικό κίνημα πραγματοποιώντας εκλογές. Οι εκλογές έγιναν και ως εκ θαύματος τις κέρδισαν φοιτητές προσκείμενοι στη χούντα!
Τα περιστατικά βίας και νοθείας που καταγγέλθηκαν δε φόβισαν, ούτε αποθάρρυναν τους φοιτητές οι οποίοι αντιλήφθηκαν πως δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι ουσιαστικό και έτσι αποφάσισαν να οργανώσουν τον αγώνα τους σε διαφορετικό επίπεδο, πλέον.
Ο πρώτος μήνας του 1973 κύλησε με συνεχείς ζυμώσεις μεταξύ των φοιτητικών οργανώσεων («Ρήγας Φεραίος», «Αντι-ΕΦΕΕ», «ΑΑΣΠΕ» κ.α) και αυτό που ξεκάθαρα προέκυπτε ήταν η ανάγκη για πιο δυναμικές και μαζικές αντιδράσεις με στόχο όχι μόνο την κινητοποίηση των φοιτητών αλλά και την αφύπνιση κομματιού της κοινωνίας προκειμένου να φανεί ότι η χούντα δεν ήταν άτρωτη.
Στις 5 Φεβρουαρίου οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν να προχωρήσουν σε γενική αποχή από τα μαθήματα καταγγέλλοντας την προηγούμενη εκλογική διαδικασία και ζητώντας νέες ελεύθερες φοιτητικές εκλογές. Η χούντα, φοβούμενη πως αυτή η αντίδραση θα προκαλέσει μεγαλύτερα προβλήματα, αντέδρασε σπασμωδικά και στις 13 Φεβρουαρίου δημοσιεύει το διάταγμα 1347 με το οποίο δινόταν η δυνατότητα στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας να ανακαλεί τις αναβολές στράτευσης των φοιτητών που απείχαν από τα μαθήματά τους. Αυτό ήταν η αφορμή που όλοι περίμεναν. Από εκείνο το σημείο και έπειτα τίποτα δε θα ήταν το ίδιο.
Την ίδια ημέρα, στις 13 Φεβρουαρίου, έγινε συγκέντρωση μέσα στο Πολυτεχνείο. Η αστυνομία σπάει το Άσυλο, εισβάλει, συλλαμβάνει 11 φοιτητές ενώ μέσα σε λίγα 24ωρα 88 φοιτητές (που από το καθεστώς θεωρήθηκαν πρωτοστάτες) έλαβαν φύλλο πορείας για να παρουσιαστούν στον στρατό. Οι αντιδράσεις του φοιτητικού κινήματος ήταν οργισμένες και, πλέον, η κατάσταση μύριζε μπαρούτι. Κάπως έτσι, στις 21 Φεβρουαρίου 1973, περίπου 4.000 φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής Σχολής Αθηνών στην οδό Σόλωνος. Αφού διασφάλισαν πως το κτίριο έχει «κλειδωθεί» από μέσα, ανέβηκαν στην ταράτσα και άρχισαν να φωνάζουν αντιδικτατορικά συνθήματα.
Η Πρυτανεία μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο ανέχθηκε σιωπηρά την κατάληψη με την ελπίδα πως αυτή θα λήξει σύντομα και δε ζήτησε την επέμβαση της αστυνομίας.
Το συντονιστικό της κατάληψης αποφάσισε πως δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα για μια ανοιχτή βίαιη σύγκρουση με το καθεστώς και πως είναι προτιμότερο να γίνει μια συντεταγμένη αποχώρηση των καταληψιών από τη Νομική ώστε να μετατραπεί σε αντιδικτατορική πορεία στο κέντρο της Αθήνας. Και αυτό έγινε. Το βράδυ της 22ας Φεβρουαρίου οι φοιτητές αποχωρούν με την κάλυψη χιλιάδων Αθηναίων που είχαν σπεύσει στην περιοχή.
Το θρυλικό «Κονσέρτο 73»
Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό πολιτικό και κοινωνικό κλίμα, το δικτατορικό καθεστώς «επιτρέπει» να γίνονται κάποιες συναυλίες. Το περιεχόμενο τους βέβαια υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο αλλά όλοι ήξεραν πως σε ένα live γεγονός ο έλεγχος δεν μπορεί να είναι τόσο αυστηρός. Όλο και κάτι μπορεί να... ξεφύγει.
Όταν, μάλιστα, μιλάμε για συναυλία του Σταύρου Ξαρχάκου που είχε μπει για τα καλά στο μάτι της χούντας για τη συμμετοχή του στην ιστορική παράσταση «Το Μεγάλο Μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, τότε ήταν ακόμα πιο εύκολο να... ξεφύγει η κατάσταση.
Τον Ιούνιο του 1973 ο Σταύρος Ξαρχάκος ανακοίνωσε μια μικρή περιοδεία. Θα έδινε περίπου 20 συναυλίες σε επαρχιακές πόλεις αλλά η αρχή θα γινόταν στο γήπεδο του Παναθηναικού στις 2 Ιουλίου. Λίγα 24ωρα πριν γίνει εκείνη η συναυλία, ωστόσο, ματαιώθηκε χωρίς κάποιος να δώσει μία εξήγηση για την εξέλιξη αυτή.
Λίγο καιρό αργότερα – πάλι χωρίς κάποια ενημέρωση παραπάνω – ανακοινώθηκε πως η συναυλία θα γίνει την 1η Οκτωβρίου. Η μόνη αλλαγή σε σχέση με την αναβληθείσα συναυλία ήταν πως η τότε ανερχόμενη Χάρουλα Αλεξίου θα αντικαθιστούσε τη Μαρία Δημητριάδη. Κατά τ' άλλα στο γήπεδο της λεωφόρου θα βρισκόταν τόσο ο Ξυλούρης όσο και ο Αντώνης Καλογιάννης!
Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς ο Ξαρχάκος, μαζί με τον Ξυλούρη της «Ξαστεριάς» και τον «θεοδωρακικό» Αντώνη Καλογιάννη δημιούργησαν εκείνη τη Δευτέρα, μια εστία αντίστασης στο κέντρο της Αθήνας.
Στο γήπεδο συγκεντρώθηκαν πάνω από 25.000 άτομα. Ο Ξαρχάκος έπαιξε πολλά γνωστά τραγούδια του αλλά και κάποια άγνωστα ακόμα στο ευρύ κοινοί. Εκεί ακούστηκε για πρώτη φορά και το «Ήτανε Μια Φορά», σε στίχους του Κώστα Φέρρη και μουσική του Ξαρχάκου. Το τραγούδι αυτό θα ήταν το σάουντρακ του σίριαλ «Οι Έμποροι των Εθνών», που θα άρχιζε να προβάλλεται στο τότε Ε.Ι.Ρ.Τ. δυο ημέρες μετά τη συναυλία!
Όταν ο Ξυλούρης άρχισε να το τραγουδά ο κόσμος ξεσηκώθηκε και άρχισε να φωνάζει διάφορα συνθήματα ανάμεσα στα οποία ήταν και μερικά υπέρ του Σαλβαδόρ Αλλιέντε που είχε χάσει τη ζωή του κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος στη Χιλή.
Στη διάρκεια της συναυλίας, ο Ξυλούρης ερμήνευσε ένα, άγνωστο μέχρι εκείνη στιγμή, τραγούδι του Ξαρχάκου διαβάζοντας του στίχους από το χαρτί. Το τραγούδι αυτό ήταν «Το βαθύ και το μεγάλο, το γαλάζιο πέλαγος» – σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου. Σύμφωνα με την Ουρανία Ξυλούρη, ο Ξαρχάκος είχε δώσει στον «Αρχάγγελο της Κρήτης» το χαρτί με του στίχους στο... ταξί, πηγαίνοντας προς το γήπεδο.
Ο κόσμος ζητούσε ξανά και ξανά να ακούσει την «Ξαστεριά», αλλά ο Ξαρχάκος δε θα του κάνει το χατίρι.
Όταν η συναυλία τελείωσε ο κόσμος ξεχύθηκε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας τραγουδώντας την «Ξαστεριά», τραγουδώντας Θεοδωράκη, φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του Αλλιέντε, κατά της χούντας και κατά της αστυνομίας!
Ξέσπασαν σοβαρότατα επεισόδια που κράτησαν μέχρι το πρωί οπότε και η αστυνομία κατάφερε με σκληρή καταστολή να επιβάλει την τάξη. Η λεωφόρος Αλεξάνδρας και τα γύρω στενά μετατράπηκαν σε πεδίο μάχης με τον πετροπόλεμο να έχει τον πρώτο λόγο.
Αρκετοί ήταν οι τραυματίες ενώ σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής έγιναν και πολλές συλλήψεις.
Όλα, όμως, είχαν πάρει το δρόμο τους. Όπως είχε πει και ο Μάνος Χατζιδάκις το «Κονσέρτο 73» δεν ήταν μια απλή συναυλία. Ο κόσμος (και όχι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες) το είχε μετασχηματίσει σε ένα πολιτικό γεγονός.
Σε ότι αφορά τον Ξυλούρη και τον Ξαρχάκο και τις δημόσιες εμφανίσεις τους, θα συναντιόντουσαν ξανά μερικές ημέρες αργότερα, σε ένα άκρως ιστορικό περιβάλλον. Ήταν μεσημέρι της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου 1973 και ο τόπος της συνάντησής του θα ήταν το προαύλιο του ΕΜΠ στην οδό Πατησίων, λίγες ώρες πριν την επέμβαση των τανκς.