Πρόκειται για δύο διαφορετικά ρήματα!
Το τρίζω κυριολεκτικά σημαίνει βγάζω οξύ και ξηρό ήχο, καθώς τρίβομαι πάνω σε μια σκληρή επιφάνεια, π.χ. τρίζει το παλιό κρεβάτι κάθε φορά που ξαπλώνω σε αυτό.
Μεταφορικά σημαίνει κλονίζομαι, είμαι έτοιμος να καταρρεύσω, π.χ. τρίζουν τα θεμέλια της οικονομίας.
Το τρύζω σημαίνει:
1) ψιθυρίζω,
2) βγάζω σιγανό και θρηνητικό ήχο (όπως το τρυγόνι και άλλα πουλιά),
3) τερετίζω (ο ήχος που κάνουν τα τζιτζίκια).