Η λέξη προέρχεται από την τουρκική cevher και κυριολεκτικά σημαίνει κόσμημα, πολύτιμος λίθος.
Ωστόσο, η έννοιά της επεκτάθηκε και απέκτησε μια πιο πλούσια, μεταφορική σημασία στον ελληνικό πολιτισμό. Το “τζιβαέρι” έγινε το σύμβολο αυτού που αγαπάμε περισσότερο στη ζωή μας – αυτό που θεωρούμε μοναδικό και ανεκτίμητο.
Για παράδειγμα στο παραδοσιακό τραγούδι "Τζιβαέρι" η μάνα καλεί τζιβαέρι τον θησαυρό της, το παιδί της, που λείπει στην ξενιτιά: "Αχ, μου πήρες το παιδάκι μου, τζιβαέρι μου, και το 'κανες δικό σου, σιγανά πατώ στη γη".
Υπάρχει όμως και το τζιέρι, που αποτελεί κι αυτό προσφώνηση προσφιλούς μας προσώπου, αλλά δεν σημαίνει το ίδιο με το τζιβαέρι.
Το τζιέρι προέρχεται από την τουρκική λέξη ciğer (με ρίζες από την περσική cīgar = συκώτι) και σημαίνει στην κυριολεξία εντόσθιο, σπλάχνο.