Δεκατέσσερις χιλιάδες
Το στόμα ανοίγει
μικρό, ροδαλό, διψασμένο για γάλα
και βρίσκει σκόνη
κατεδαφισμένου τοίχους.
"Καλώς ήρθες στη χώρα χωρίς αύριο"
λέει η γυναίκα στο βρέφος
και το ταϊζει δάκρυα.
Ένα λευκό μαντήλι
κάποτε για ύπνο
τώρα για ταφή.
Ένα σχολείο
κάποτε για λέξεις
τώρα για μνήματα.
Ένα χέρι
με τη σφραγίδα της έγκρισης
υπογράφει:
"Επιτρέπεται. Δεν φέρει ανθρωπιστικό φορτίο."
Κι όμως, κάπου στοιβαγμένη στον σωρό
υπήρχε φωνή,
ένα "μαμά",
ένα "πείνασα",
που ποτέ δεν πέρασε τα σύνορα.
Στην Ευρώπη
φωτισμένοι διάδρομοι, συνεδριάσεις,
κούφιες λέξεις, "σταθερότητα" κι "ασφάλεια".
Στη Γάζα
το σκοτάδι σφιχταγκαλιάζει τα παιδιά
κι ένα μοιρολόι νανουρίζει τον θάνατο.
Στα σπλάχνα της σιωπής
μια μητέρα κρατά το τίποτα
και του ψιθυρίζει:
"Εσύ ήσουν τα πάντα".
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
