Μια ζεστή μέρα του Ιουνίου 1965, ένα τηλεφώνημα στην Αστυνομία αποκάλυψε ένα από τα πιο ανατριχιαστικά εγκλήματα στην ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Στην έπαυλη της Ελένης Λαζάρου στο Μαρούσι, ο ανιψιός της, Μανώλης Νίτης, βρήκε τη θεία του και τη 15χρονη ανιψιά της, Βασιλική, άγρια σφαγιασμένες. Το διπλό φονικό, γεμάτο φρίκη και απληστία, σύντομα θα αποκάλυπτε έναν δράστη με μια παθολογικά ψυχρή προσωπικότητα: τον Δημήτρη Γιακουμάκη.
Το κίνητρο και ο ύποπτος
Αρχικά, η Αστυνομία έψαξε για ίχνη ληστείας, καθώς η Λαζάρου είχε πρόσφατα κάνει ανάληψη μεγάλου χρηματικού ποσού. Ωστόσο, η μαρτυρία ενός γείτονα για έναν νεαρό με κόκκινη βέσπα, σε συνδυασμό με την αποκάλυψη ότι ο Δημήτρης Γιακουμάκης -ένας άλλος ανιψιός της Λαζάρου- έτρεφε έχθρα προς τη θεία του και ζήλεια για την ξαδέρφη του, τον έφερε στο επίκεντρο των ερευνών.
Ο Γιακουμάκης θεωρούσε ότι η θεία του τον είχε αδικήσει οικονομικά, ενώ η Βασιλική, καλή μαθήτρια και διαφορετικού χαρακτήρα, αναμενόταν να κληρονομήσει την περιουσία της. Όταν οι αστυνομικοί βρήκαν κηλίδες αίματος σε εσώρουχό του, η σύλληψή του ήταν πλέον αναπόφευκτη.
Το «παιχνίδι» με τους ανακριτές
Από τη στιγμή της σύλληψής του, ο Γιακουμάκης ξεκίνησε ένα παράξενο «παιχνίδι» με τις αρχές. Άλλαζε διαρκώς τις καταθέσεις του, παρουσιάζοντας μια διαφορετική εκδοχή κάθε φορά. Σε μια πρώτη αναπαράσταση, ομολόγησε την πράξη του με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες: περιέγραψε πώς μαχαίρωσε και χτύπησε τις δύο γυναίκες με ένα καλέμι, ενώ στη συνέχεια προσπάθησε να καλύψει τα ίχνη του.
Στη συνέχεια, αναιρούσε τις ομολογίες του, ισχυριζόμενος ότι ήταν ψυχικά άρρωστος και ότι η ομολογία του είχε γίνει υπό πίεση. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι το έγκλημα ήταν μια φανταστική ιστορία της Αστυνομίας και οι φωτογραφίες των πτωμάτων ήταν πλαστές.
Η δίκη και η τελική ποινή
Η δίκη του Γιακουμάκη τον Απρίλιο του 1966 έγινε με την αίθουσα γεμάτη από ένα εξοργισμένο πλήθος που απαιτούσε τη θανατική του καταδίκη. Ο ίδιος παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ατάραχος, υποστηρίζοντας την εκδοχή της σχιζοφρένειας. Παρά τις προσπάθειες της υπεράσπισης να τον παρουσιάσει ως ακαταλόγιστο και να δυσφημήσει ακόμα και τη μνήμη των θυμάτων, οι ψυχιατρικές γνωματεύσεις κατέρριψαν τα επιχειρήματά τους.
Ο εισαγγελέας τον χαρακτήρισε «ψυχρό εγκληματία» και ζήτησε την εσχάτη των ποινών. Το δικαστήριο τελικά τον καταδίκασε σε θάνατο. Δύο χρόνια αργότερα, ο Δημήτρης Γιακουμάκης εκτελέστηκε, όντας ένας από τους τελευταίους ποινικούς εγκληματίες στην Ελλάδα στους οποίους εφαρμόστηκε η θανατική ποινή.
