Σαν σήμερα, στις 4 Αυγούστου 1865, με βασιλικό διάταγμα του Γεωργίου Α', το αριστούργημα του Διονύσιου Σολωμού, ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», καθιερώθηκε επίσημα ως ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας.
Όταν ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επισκέφθηκε την Κέρκυρα το 1865 μετά την ενσωμάτωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, άκουσε την εκδοχή για ορχήστρα πνευστών της αρχής της πρώτης μελοποίησης που έπαιζε η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας και του έκανε εντύπωση. Ακολούθησε Βασιλικό Διάταγμα του Υπουργείου Ναυτικών (Υπουργός Δ. Στ. Μπουντούρης) που το χαρακτήρισε «επίσημον εθνικόν άσμα» και διατάχθηκε η εκτέλεσή του «κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού». Επίσης ενημερώθηκαν οι ξένοι πρέσβεις, ώστε να ανακρούεται και από τα ξένα πλοία στις περιπτώσεις απόδοσης τιμών προς τον Βασιλιά της Ελλάδος ή την Ελληνική Σημαία. Από τότε θεωρείται ως εθνικός ύμνος της Ελλάδος.
Ένας ποιητικός θρίαμβος της Επανάστασης
Ο Σολωμός έγραψε τον «Ύμνο» το 1823, μόλις δύο χρόνια μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Σε μια εποχή που ο αγώνας για την ανεξαρτησία ήταν στο ζενίθ, ο εθνικός μας ποιητής κατάφερε να αποτυπώσει με μοναδικό τρόπο το πάθος, το μεγαλείο και τις αξίες των Ελλήνων.
Το ποίημα αποτελείται από 158 στροφές, ωστόσο για τις ανάγκες του Εθνικού Ύμνου επιλέχθηκαν οι πρώτες 24 στροφές. Αυτές οι στροφές, συνοψίζοντας με τη μεγαλύτερη δυναμική το πνεύμα της Επανάστασης, αποτελούν μέχρι και σήμερα μια ηχηρή υπενθύμιση των αγώνων που έδωσε το έθνος για την ελευθερία του.
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν Κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,
ποὺ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Το 1828 μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο πάνω σε λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία. Από τότε ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές, αλλά και στα σπίτια των Κερκυραίων αστών και αναγνωρίστηκε στη συνείδηση των Ιονίων ως άτυπος ύμνος της Επτανήσου. Ακολούθησαν και άλλες μελοποιήσεις από τον Μάντζαρο (2η το 1837 και 3η το 1839-40), ο οποίος υπέβαλε το έργο του στο Βασιλιά Όθωνα (4η «αντιστικτική» μελοποίηση, Δεκέμβριος 1844).
