Η γλώσσα εξελίσσεται και το Λεξικό του Cambridge το αποδεικνύει, εντάσσοντας στις σελίδες του όρους που έγιναν viral χάρη στην ψηφιακή κουλτούρα και, κυρίως, στο TikTok. Λέξεις όπως «skibidi», «tradwife» και «delulu» δείχνουν πώς η διαδικτυακή κουλτούρα διαμορφώνει τη σύγχρονη αγγλική γλώσσα με έναν τρόπο που κανείς δεν θα περίμενε.
Τι σημαίνουν οι νέες λέξεις;
Skibidi: Δημοφιλής χάρη στη viral σειρά "Skibidi Toilet" του YouTube, ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως από παιδιά και εφήβους. Μπορεί να σημαίνει κάτι «κουλ» ή «κακό», αλλά συχνά χρησιμοποιείται απλώς για χιούμορ, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο νόημα.
Tradwife: Σύντμηση του “traditional wife”, περιγράφει γυναίκες που επιλέγουν και προωθούν έναν παραδοσιακό ρόλο στην οικογένεια, δηλώνοντας δημόσια την αφοσίωσή τους στον σύζυγο και το νοικοκυριό, κυρίως μέσω των social media. .
Delulu: Προέρχεται από τη λέξη "delusional" (παραληρηματικός) και ξεκίνησε ως ειρωνικός χαρακτηρισμός για τους φανατικούς θαυμαστές της K-pop. Σήμερα περιγράφει κάποιον που επιλέγει να πιστεύει σε κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, απλώς επειδή το θέλει.
Κι άλλες ενδιαφέρουσες προσθήκες
Εκτός από τους παραπάνω όρους, το λεξικό εμπλουτίστηκε με ακόμα περισσότερες λέξεις που αντικατοπτρίζουν τη σύγχρονη πραγματικότητα:
Broligarchy: Σύνθετη λέξη από τα bro (αδερφός) και oligarchy (ολιγαρχία), αναφέρεται σε μικρές, ανδροκρατούμενες ομάδες πλούσιων και ισχυρών ατόμων στον χώρο της τεχνολογίας, που επιδιώκουν πολιτική επιρροή.
Mouse jiggler: Μια συσκευή ή λογισμικό που κάνει το ποντίκι να κινείται, ώστε ο υπολογιστής να δείχνει ότι κάποιος εργάζεται, ακόμα κι αν δεν είναι εκεί. Ο όρος έγινε ευρέως γνωστός μετά την πανδημία και την εργασία από το σπίτι.
Work spouse: Περιγράφει μια στενή, πλατωνική σχέση μεταξύ συναδέλφων, που χαρακτηρίζεται από αμοιβαία εμπιστοσύνη και συνεργασία.
Η είσοδος αυτών των λέξεων σε ένα επίσημο λεξικό επιβεβαιώνει τη δύναμη του διαδικτύου να μεταμορφώνει τη γλώσσα και την επίδραση της Gen Z στη δημιουργία νέων εκφράσεων που, όπως φαίνεται, ήρθαν για να μείνουν.
