Ανήμερα των Θεοφανίων του 1931, στις όχθες του Ιλισού ποταμού, ένας πιτσιρικάς κάνει μια φρικιαστική ανακάλυψη. Μέσα σε πεταμένα τσουβάλια, δεν κρύβεται ένας θησαυρός, αλλά ανθρώπινα μέλη. Η Αθήνα του Μεσοπολέμου παγώνει, καθώς η αστυνομία ξετυλίγει το κουβάρι ενός από τα πιο ειδεχθή και πολύκροτα εγκλήματα στην ιστορία της Ελλάδας.
Είναι η ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου, ενός ανελέητου φόνου και μιας μακάβριας προσπάθειας συγκάλυψης που θα έμενε στην ιστορία ως το «Έγκλημα στου Χαροκόπου» και θα γινόταν θρύλος μέσα από ένα ρεμπέτικο τραγούδι που ακούγεται μέχρι σήμερα.
Οι πρωταγωνιστές μιας προαναγγελθείσας τραγωδίας
Για να καταλάβουμε τι συνέβη εκείνη τη νύχτα, πρέπει να γνωρίσουμε την τοξική τριάδα που ζούσε κάτω από την ίδια στέγη, στο σπίτι της οδού Θησέως 101 στην Καλλιθέα.
Η πεθερά - Άρτεμις Κάστρου: Μια γυναίκα από την Κεφαλλονιά, χωρισμένη και με χαρακτήρα απελευθερωμένο για τα συντηρητικά ήθη της εποχής. Ήταν η απόλυτη κυρίαρχος του σπιτιού και μισούσε θανάσιμα τον γαμπρό της.
Ο γαμπρός - Δημήτρης Αθανασόπουλος: Ένας λοχίας που γοήτευσε, πίεσε και τελικά παντρεύτηκε κρυφά την κόρη της Κάστρου. Με τον καιρό, απέκτησε χρήματα, έγινε βίαιος και ζούσε μια έκλυτη ζωή με πολλές γυναίκες, παραμελώντας την οικογένειά του.
Η σύζυγος - Σοφία (Φούλα) Αθανασοπούλου: Η κόρη της Κάστρου. Παντρεύτηκε τον Αθανασόπουλο μόλις στα 12 της χρόνια, ενώ εκείνος ήταν 25. Έζησε μια ζωή γεμάτη εντάσεις, ανάμεσα στην εξουσιαστική μητέρα της και τον βίαιο, άπιστο σύζυγό της.
Η συμβίωσή τους ήταν μια κόλαση. Οι καβγάδες ήταν καθημερινοί και οι οικονομικές διαφορές είχαν οδηγήσει ακόμη και σε ξυλοδαρμό της πεθεράς από τον γαμπρό. Το σπίτι στου Χαροκόπου ήταν μια ωρολογιακή βόμβα.
Η νύχτα του φόνου: Μια σφαίρα και ένα μακάβριο σχέδιο
Το βράδυ της 5ης Ιανουαρίου 1931, ο Αθανασόπουλος επιστρέφει σπίτι μεθυσμένος και απαιτεί από τη Φούλα ερωτική επαφή. Εκείνη αρνείται και ξεσπάει καβγάς. Στη σκηνή μπαίνει ο 17χρονος ανιψιός της Κάστρου, ο Μοσκιός, ο οποίος ήταν τυφλά ερωτευμένος με τη Φούλα. Ο Αθανασόπουλος τον ξυλοκοπεί.
Ο Μοσκιός, πληγωμένος και οργισμένος, επιστρέφει με ένα πιστόλι και με δύο πυροβολισμούς σκοτώνει τον Αθανασόπουλο.
Η ιστορία θα μπορούσε να τελειώσει εδώ, με έναν φόνο εν βρασμώ. Αλλά το τυφλό μίσος της πεθεράς, της Άρτεμης Κάστρου, είχε άλλα σχέδια. Δίνει τη διαταγή: «Πρέπει να εξαφανιστεί το πτώμα».
Η απόφασή τους είναι εφιαλτική. Αποφασίζουν να τον τεμαχίσουν. Τον ανατριχιαστικό αυτό ρόλο αναλαμβάνει η οικιακή βοηθός, Γιαννούλα Μπέλλου, η οποία είχε εμπειρία από τον τεμαχισμό ζώων στο χωριό της. Τα κομμάτια μπαίνουν σε τσουβάλια και πετιούνται στον Ιλισό, εκεί όπου θα τα βρει το επόμενο πρωί ο μικρός Γιαννάκης.
Η «κακούργα πεθερά» στο εδώλιο: Η δίκη που έγινε λαϊκό θέαμα
Η δίκη που ακολούθησε τον Φεβρουάριο του 1932 ήταν ένα πρωτοφανές γεγονός. Οι εφημερίδες της εποχής είχαν καθημερινά πρωτοσέλιδα για την «κακούργα πεθερά» και ο κόσμος πλήρωνε για να βρει μια θέση στο δικαστήριο και να δει από κοντά τους πρωταγωνιστές.
Μετά από 40 ημέρες, το δικαστήριο αποφάσισε:
Άρτεμις Κάστρου (πεθερά): Θάνατος
Φούλα Αθανασοπούλου (σύζυγος): Θάνατος
Γιαννούλα Μπέλλου (οικ. βοηθός): Ισόβια
Μοσκιός (δολοφόνος): 20 χρόνια κάθειρξη
Η κοινή γνώμη, ωστόσο, είχε αρχίσει να βλέπει με συμπάθεια τη Φούλα, θεωρώντας ότι για όλα έφταιγε η μητέρα της. Τελικά, οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ισόβια και οι δύο γυναίκες αποφυλακίστηκαν το 1941. Ο Μοσκιός πέθανε στη φυλακή.
Από το ειδεχθές έγκλημα στο ρεμπέτικο «σουξέ»
Το έγκλημα στου Χαροκόπου δεν έμεινε μόνο στα δικαστικά χρονικά. Έγινε το πρώτο μεγάλο media-crime της Ελλάδας. Γράφτηκαν επιφυλλίδες, έγινε παράσταση στον Καραγκιόζη, αλλά πάνω απ' όλα, πέρασε στην αθανασία μέσα από ένα ρεμπέτικο τραγούδι του Ιάκωβου Μοντανάρη.
Το τραγούδι πούλησε το αστρονομικό για την εποχή νούμερο των 90.000 δίσκων και η τελευταία του φράση έγινε λαϊκή ρήση που ακούγεται μέχρι σήμερα:
«Καϋμένε Αθανασόπουλε, τι σου 'μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις».
Στου Χαροκόπου τα στενά, μια μικροπαντρεμένη.
Εσκότωσε τον άντρα της βρε η δαιμονισμένη.
Στον ύπνο που κοιμότανε, μάνα και θυγατέρα.
Εβάλανε τον ανηψιό και τούριξε τη σφαίρα.
[...]
Με μια καρδιά μαρμάρινη, τον έκανε κομμάτια.
Με τέχνη και υπομονή ανύποπτα δεμάτια.
Και νύχτα τα πετάξανε στο ρέμα, να τα πάρει.
Μ’ αυτά στην άκρη στάθηκαν, Θεού ‘τανε η χάρη.
[...]
Βρε Φούλα, δεν εσκέφτηκες, δεν πόνεσε η καρδιά σου
Τον άντρα σου, τα νειάτα σου, τα άμοιρα παιδιά σου;
Και συ, κακούργα πεθερά, τους πήρες στο λαιμό σου
Την κόρη σου, τον ανεψιό, τη δούλα, το γαμπρό σου.
Καϋμένε Αθανασόπουλε, τι σούμελλε να πάθεις,
Από κακούργα πεθερά τα νειάτα σου να χάσεις.
