«Δεν μπορεί να τον γέννησε μάνα, είναι βέβαιο ότι γεννήθηκε από μια μπάλα». Αυτή η φράση του Σταύρου Τσώχου περιγράφει απόλυτα τον άνθρωπο που έφερε τη μαγεία στο ελληνικό ποδόσφαιρο: τον Βασίλη Χατζηπαναγή. Περισσότερο από ένας ποδοσφαιριστής, ο «Νουρέγιεφ των ελληνικών γηπέδων» κατάφερε κάτι μοναδικό: να ξεπεράσει τις οπαδικές αντιπαλότητες και να γίνει κοινός θρύλος για όλους.
Ένας ζογκλέρ της μπάλας: Η απίστευτη τεχνική
Ο Βασίλης Χατζηπαναγής δεν ήταν απλά ένας καλός παίκτης. Ήταν ένας καλλιτέχνης του γηπέδου. Με ένα φαρμακερό αριστερό πόδι και ένα μυαλό που έπαιρνε την ομάδα από το χέρι, μπορούσε να ντριμπλάρει με 100 διαφορετικούς τρόπους και να κάνει τους αντιπάλους του να γελοιοποιούνται. Η θρυλική ντρίμπλα του με τακουνάκι στον Στυλιανόπουλο της ΑΕΚ, που άφησε άφωνο το κοινό, παραμένει μια από τις πιο εμβληματικές στιγμές του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Εκτός από τις ντρίμπλες, ο Χατζηπαναγής είχε και μια μοναδική ικανότητα στο σκοράρισμα: τα έξι γκολ από απευθείας κόρνερ το αποδεικνύουν περίτρανα!
Από την Τασκένδη στον Ηρακλή: Η διαδρομή ενός ταλέντου
Γεννημένος στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, ο Βασίλης Χατζηπαναγής έκανε τα πρώτα του βήματα στην Παχτακόρ. Εκεί, απέκτησε τη σοβιετική υπηκοότητα, μια απόφαση που, ενώ τον βοήθησε να αγωνιστεί στις μικρές εθνικές ομάδες της ΕΣΣΔ, του στέρησε αργότερα την ευκαιρία να φορέσει τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδος.
Το 1975, ο Ηρακλής τον έφερε στην Ελλάδα. Η άφιξή του στη Θεσσαλονίκη ήταν γεγονός, με 1.500 φιλάθλους να τον περιμένουν στον σταθμό. Με τη φανέλα του «Γηραιού» ο Χατζηπαναγής έγραψε ιστορία, οδηγώντας την ομάδα στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας το 1976, σε έναν από τους καλύτερους τελικούς όλων των εποχών.
Το «αδικημένο» ταλέντο: Γιατί δεν έπαιξε στα μεγάλα κλαμπ;
Παρά το τεράστιο ταλέντο του, ο Βάσια δεν αγωνίστηκε σε μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ όπως η Ρεάλ Μαδρίτης και η Άρσεναλ. Ο ίδιος παραδέχεται πως «στην καριέρα μου όλα ήταν ένα λάθος», κατηγορώντας κακές επιλογές και άτυχες συγκυρίες. Το συμβόλαιο με τον Ηρακλή, αλλά και η αγάπη του για τη Θεσσαλονίκη, τον κράτησαν μακριά από τη διεθνή αναγνώριση που του άξιζε.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη τιμή ήρθε το 1984, όταν συμμετείχε στη Μικτή Κόσμου, παίζοντας δίπλα σε θρύλους όπως ο Μπεκενμπάουερ και ο Κέμπες. Μια εμφάνιση που απέδειξε ότι αν έπαιζε σήμερα, ο Χατζηπαναγής θα βρισκόταν στην παγκόσμια ελίτ του ποδοσφαίρου.
Το 2003, η ΕΠΟ τον ανακήρυξε τον καλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή των τελευταίων 50 χρόνων. Μια απόδειξη ότι, παρά τις χαμένες ευκαιρίες, ο Βασίλης Χατζηπαναγής κατάφερε να αφήσει μια ανεξίτηλη κληρονομιά: το ποδόσφαιρο ως τέχνη, ως χορό και ως μαγεία.
