Η ιστορία της Μαντάμ Ορτάνς (γνωστή και ως Αντελίνα Ζιάρ) δεν είναι απλώς η αφήγηση της ζωής μιας «κοκότ πολυτελείας». Είναι η καταγραφή μιας γυναίκας που, παρά την αμφιλεγόμενη επαγγελματική της πορεία, κέρδισε την καρδιά των Κρητικών, βοήθησε στον αγώνα τους για την ελευθερία και άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στην ιστορία της Κρητικής Πολιτείας, εμπνέοντας ακόμη και τον Νίκο Καζαντζάκη για τον χαρακτήρα της χήρας στον Αλέξη Ζορμπά.
Από την Τουλόν στο Παρίσι: Η γέννηση της Ορτάνς
Η Αντελίνα Ζιάρ γεννήθηκε το 1863 στην Τουλόν της Γαλλίας. Παρόλο που προερχόταν από μια φτωχή οικογένεια, ήταν εκπληκτικά όμορφη, οξυδερκής και λάτρευε τη θάλασσα και τα ταξίδια. Αρχικά εργάστηκε σε ένα καπελάδικο για ελάχιστα χρήματα, ώσπου μια φίλη την έπεισε να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή στο Παρίσι.
Εκεί, ξεκίνησε να εργάζεται ως χορεύτρια σε καμπαρέ, όπου γρήγορα έγινε η καλύτερη χορεύτρια του Κάν-Καν και βελτίωσε σημαντικά την οικονομική της κατάσταση. Μετά τον τραγικό θάνατο του πρώτου της μεγάλου έρωτα σε μονομαχία, η Αντελίνα αφοσιώθηκε στην επιδίωξη μιας κοσμοπολίτικης ζωής. Άρχισε να μαθαίνει ξένες γλώσσες, επισκέφθηκε το Λούβρο και γοητεύτηκε από το ελληνικό μεγαλείο μπροστά στο άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου.
Το 1887, στο Παρίσι που ανθούσε με την έναρξη της Διεθνούς Έκθεσης, η Αντελίνα πήρε τη μεγάλη απόφαση: άνοιξε έναν ιδιαίτερο οίκο ανοχής. Επέλεξε ένα εξαιρετικό κτίριο, το επίπλωσε με υψηλό γούστο και προσέλαβε τα ομορφότερα και πιο ευγενικά κορίτσια, ώστε να μπορεί να συνδιαλέγεται με την υψηλή κοινωνία, πολιτικούς και καλλιτέχνες.
Τότε γνώρισε τον Ναύαρχο Ζορζ Ποτιέ, ο οποίος την ερωτεύτηκε και της έδωσε το όνομα που την έκανε θρυλική: Ορτάνς (Ορτανσία), παρομοιάζοντάς τη με ένα ωραίο εξωτικό λουλούδι.
Η άφιξη στα Χανιά: Ο παράδεισος των ναυάρχων
Λίγο αργότερα, ο Ποτιέ μετατέθηκε στην Κρητική Πολιτεία, η οποία βρισκόταν υπό την επικυριαρχία των Τούρκων και τον έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων. Η πλήξη του Ποτιέ και των χιλιάδων ναυτικών στα πλοία ήταν τόσο μεγάλη που ο Ναύαρχος πρότεινε στην Ορτάνς να μετακομίσει με τα κορίτσια της στην Κρήτη, φέρνοντας όσο το δυνατόν περισσότερες γυναίκες μαζί της.
Η Ορτάνς ενθουσιάστηκε με την ιδέα της περιπέτειας. Όταν τελικά έφτασε στο λιμάνι των Χανίων με τις γυναίκες, η υποδοχή των ανδρών έμεινε στην ιστορία ως «ανεπανάληπτη».
Η Ορτάνς εγκαταστάθηκε στο «London Bar» (στο σημείο του σημερινού ξενοδοχείου «Κύδων»), το οποίο έγινε το σήμα κατατεθέν της εποχής. Εκεί γίνονταν μεγαλειώδεις γιορτές με μουσική και χορό. Η Ορτάνς έμεινε στα Χανιά για περίπου 10 χρόνια, λατρεμένη από τους τέσσερις Ναυάρχους της Κρητικής Πολιτείας.
Η ηρωίδα της Αντίστασης
Ο λόγος που η Ορτάνς έμεινε στην καρδιά των Κρητικών ξεπερνά τις υπηρεσίες που πρόσφερε στους ξένους. Όταν οι Κρητικοί αποφάσισαν να επαναστατήσουν και ζήτησαν τη βοήθειά της, εκείνη τους άνοιξε αμέσως την καρδιά και το πορτοφόλι της.
Μια ξένη «κοκότ» έγινε ηρωίδα και σύμμαχος στον αγώνα τους για την ελευθερία. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, η Ορτάνς έλαβε πρόσκληση από τον Πρίγκιπα Γεώργιο για να παρασημοφορηθεί μαζί με άλλους ήρωες που βοήθησαν στην απελευθέρωση του νησιού. Αυτή η τιμή της χάρισε την αγάπη των συντρόφων της, αλλά και το μίσος των μεγάλων κυριών της πόλης που τη φθονούσαν.
Η προδοσία και το τέλος στην Ιεράπετρα
Μετά την επιστροφή της από ένα ταξίδι στην πατρίδα της, οι αντίπαλοί της κατάφεραν να κλείσουν το «London Bar». Πληγωμένη από τα σχόλια που την έλεγαν «γριά πόρνη», δέχτηκε την πρόταση του Μανώλη να φύγουν για μια πιο απλοϊκή ζωή στην Ιεράπετρα. Παντρεύτηκαν, και η Ορτάνς άνοιξε ένα ξενοδοχείο, την «Γαλλία».
Ωστόσο, ο «γαμπρός» της και η υποτιθέμενη αδερφή του την πρόδωσαν, κλέβοντάς της όλο τον χρυσό, τα κοσμήματα και τα πετράδια και εξαφανίστηκαν.
Παρά την προδοσία, η Ορτάνς συνέχισε τη ζωή της στην Ιεράπετρα, όπου τη θυμούνται όλοι για την καλοσύνη, τις ελεημοσύνες και την αμέριστη βοήθειά της στους φτωχούς. Πέθανε στην Ιεράπετρα στις 2 Μαΐου 1938, σε ηλικία 75 ετών.
Η ζωή της Ορτάνς ενέπνευσε συγγραφείς και ποιητές, εμφανιζόμενη στο Χρονικό μιας Πολιτείας του Παντελή Πρεβελάκη και, κυρίως, στον Βίο και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη, όπου ο χαρακτήρας της χήρας είναι εμπνευσμένος από τη θρυλική Γαλλίδα.
