Η νύχτα του Σαββάτου 19 Μαρτίου 1983 έμελλε να μείνει στην ιστορία ως μία από τις πιο σκοτεινές στιγμές της ελληνικής δημοσιογραφίας και πολιτικής ζωής. Ο Τζώρτζης Αθανασιάδης, ο 71χρονος εκδότης της εφημερίδας «Η Βραδυνή», βρέθηκε δολοφονημένος στο γραφείο του στην Αθήνα, την ώρα που χαλάρωνε παίζοντας τάβλι με τον φίλο του. Η δολοφονία αυτή, που αμέσως χαρακτηρίστηκε πολιτική, δεν εξιχνιάστηκε ποτέ, αφήνοντας πίσω της ένα δυσεξήγητο μυστήριο και έντονες εικασίες για τα κίνητρα και τους δράστες.
Το απόγευμα εκείνου του Σαββάτου, ο Αθανασιάδης βρισκόταν στα γραφεία της «Βραδυνής», μία αγαπημένη συνήθεια του εκδότη. Γύρω στις 8:00 το βράδυ, ένας άγνωστος, χλωμός άνδρας, περίπου 35 ετών, ύψους 1,75 μ., χτύπησε την πόρτα του κτιρίου, ζητώντας να παραδώσει ένα επείγον μήνυμα στον εκδότη. Ο Αθανασιάδης τον δέχτηκε στο γραφείο του, ενώ ο φίλος του, Βαγγέλης Κουρλιμπίνης, μόλις είχε αποχωρήσει. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ο φίλος άκουσε τον εκδότη να φωνάζει «Δεν είναι δυνατόν! Δεν γίνονται αυτά!» και αμέσως μετά ακολούθησαν πυροβολισμοί. Ο Κουρλιμπίνης έτρεξε πίσω στο γραφείο, βρήκε τον Αθανασιάδη νεκρό και πρόλαβε να δει τον δολοφόνο να διαφεύγει, χωρίς όμως να καταφέρει να τον σταματήσει.
Η προσωπικότητα και η πολιτική τοποθέτηση του Τζώρτζη Αθανασιάδη ήταν το κλειδί για την κατανόηση του κλίματος γύρω από τον φόνο του. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1912, ο Αθανασιάδης είχε αναλάβει το 1963 τη διεύθυνση της «Βραδυνής», της οποίας η γραμμή ήταν έντονα συντηρητική, βασιλική και στενά συνδεδεμένη με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η προσήλωση στον Καραμανλή άγγιζε, όπως σχολιάζονταν τότε, τα όρια της προσωπολατρίας. Μετά τη μεταπολίτευση, η εφημερίδα υιοθέτησε μία σκληρή αντιπολιτευτική γραμμή προς την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου, αρνούμενη παράλληλα να ασκήσει αυστηρή κριτική στα πρόσωπα της δικτατορίας ή να νομιμοποιήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (ΚΚΕ). Για όλους αυτούς τους λόγους, η δολοφονία χαρακτηρίστηκε αμέσως ως πράξη με πολιτικά κίνητρα.
Στις εβδομάδες πριν από τη δολοφονία, ο Αθανασιάδης, ένας άνθρωπος που δεν φοβόταν εύκολα και δεν είχε φρουρούς, είχε αρχίσει να δείχνει σημάδια φόβου και ανησυχίας. Είχε προσλάβει οδηγό, ζητούσε να επιστρέφουν σπίτι από διαφορετικές διαδρομές κάθε βράδυ, ενώ σταμάτησε να κάθεται δίπλα στο παράθυρο. Πέντε μέρες πριν τον φόνο, ο οδηγός του μάλιστα είχε παρατηρήσει έναν περίεργο άνδρα με στολή Ζορό και μάσκα να περιεργάζεται το αυτοκίνητο του εκδότη. Μετά το έγκλημα, μια μυστηριώδης γυναίκα τηλεφώνησε στην εφημερίδα, ενοχοποιώντας την οργάνωση «Αντιστρατιωτική Πάλη», η οποία λίγο αργότερα αποποιήθηκε την ευθύνη, παρά το γεγονός ότι βρέθηκε προκήρυξή της σε κάδο απορριμμάτων. Υποψίες στράφηκαν και στη «17 Νοέμβρη», αλλά και στις μυστικές υπηρεσίες (CIA, ΕΥΠ), ενώ ως ύποπτος εξετάστηκε αργότερα ο πράκτορας της ΕΥΠ, Ντάνος Κρυστάλλης, ο οποίος τελικά αθωώθηκε. Οι εικασίες ότι η οργάνωση που ανέλαβε την ευθύνη ήταν ψεύτικη και δημιουργήθηκε για αποπροσανατολισμό ενίσχυσαν το κλίμα δυσπιστίας προς τις επίσημες έρευνες.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πληροφορήθηκε σοκαρισμένος τη δολοφονία του φίλου του και συμβούλεψε την οικογένεια να κάνει την κηδεία κρυφά για να αποφευχθούν ταραχές. Στην κηδεία, ωστόσο, παρευρέθηκαν εκατοντάδες μέλη της Νέας Δημοκρατίας, και η ατμόσφαιρα έγινε ακόμα πιο τεταμένη όταν μέλη του πλήθους οργάνωσαν διαδήλωση, κατηγορώντας την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για το έγκλημα. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε η αντιπολίτευση, με αποτέλεσμα ο φόνος του Αθανασιάδη να αποτελέσει σημείο καμπής στον πολιτικό διάλογο της εποχής. Σαράντα δύο χρόνια μετά, η δολοφονία του Τζώρτζη Αθανασιάδη παραμένει ένα άλυτο μυστήριο. Η αλήθεια για το ποιος και γιατί εκτέλεσε τον εκδότη —τρομοκράτες, κυβερνητικοί κύκλοι, ή άνθρωποι του υποκόσμου— παραμένει κρυμμένη, υπογραμμίζοντας τις σκιές και τις πολιτικές ίντριγκες που χαρακτήρισαν την περίοδο της Μεταπολίτευσης.