Τον Ιούνιο του 1998, η Θεσσαλονίκη συγκλονίστηκε από τον τραγικό θάνατο της 19χρονης Εύας Φωτιάδου. Αρχικά, οι επίσημες αρχές απέδωσαν τον θάνατό της σε υπερβολική δόση ναρκωτικών, μια εκδοχή που φαινόταν να κλείνει την υπόθεση γρήγορα ως μία δυστυχώς συνηθισμένη ιστορία της εποχής. Ωστόσο, για την Ελένη Φωτιάδου, τη μητέρα της Εύας, αυτή η επίσημη εξήγηση ήταν εντελώς απαράδεκτη. Από την πρώτη στιγμή, η μητέρα ήταν ακλόνητα πεπεισμένη ότι η κόρη της είχε δολοφονηθεί άγρια. Αυτή η μητρική βεβαιότητα την οδήγησε σε έναν εξαιρετικά δύσκολο και επικίνδυνο δρόμο, με μοναδικό σκοπό να φέρει στο φως την αλήθεια για τον θάνατο του παιδιού της και να εξασφαλίσει τη δικαίωση.
Χωρίς καμία πρόοδο από τις επίσημες αρχές έξι μήνες μετά τον θάνατο της Εύας, η Ελένη Φωτιάδου αποφάσισε να ξεκινήσει τη δική της έρευνα. Ήταν μία απεγνωσμένη και επικίνδυνη αποστολή που κινούνταν από την απέραντη μητρική αγάπη. Η ίδια, τότε 47 ετών, μεταμφιέστηκε με απίστευτο θάρρος, παριστάνοντας την ιερόδουλη και τη δήθεν τοξικομανή, προκειμένου να διεισδύσει στους επικίνδυνους κύκλους διακίνησης ναρκωτικών και στα στέκια τοξικομανών της Θεσσαλονίκης. Με ένα μικρό μαγνητόφωνο τσέπης, κατέγραφε διακριτικά όλες τις συνομιλίες της με εμπόρους και βαποράκια, συλλέγοντας σχολαστικά κάθε στοιχείο. Επιπλέον, επιστράτευσε ιδιωτικό ντετέκτιβ για να τη συνδράμει. Μετά τη συγκέντρωση των ευρημάτων της, η Ελένη Φωτιάδου κατήγγειλε το περιστατικό στις εισαγγελικές αρχές, ασκώντας πίεση για την επανεξέταση της υπόθεσης.
Η επίμονη προσπάθεια της μητέρας απέδωσε καρπούς: τον Δεκέμβριο του 1998, έγινε δεκτή η αίτησή της για εκταφή του πτώματος της κόρης της. Αυτή η απόφαση αποδείχθηκε κομβική, καθώς άνοιξε τον δρόμο για μία νέα, ενδελεχή ιατροδικαστική εξέταση. Οι νέες ιατροδικαστικές εκθέσεις αποκάλυψαν μία συγκλονιστική αλήθεια, η οποία ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την αρχική εκτίμηση: ο θάνατος της Εύας επήλθε από εσωτερική αιμορραγία ύστερα από κακώσεις που υπέστη στο κεφάλι και στην κοιλιακή χώρα. Τα ευρήματα αυτά, που έδειχναν ξεκάθαρα εγκληματική ενέργεια και βιασμό, ανέδειξαν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την πλημμελή ή ελλιπή αρχική διερεύνηση της υπόθεσης από τις αρμόδιες αρχές.
Με βάση τις νέες ιατροδικαστικές γνωματεύσεις και τα στοιχεία που προσκόμισε η Ελένη Φωτιάδου, παραπέμφθηκαν να δικαστούν τέσσερις τοξικομανείς για ανθρωποκτονία από πρόθεση, με τους τρεις εξ αυτών να κατηγορούνται επιπλέον για βιασμό, καθώς και δύο γυναίκες για συνέργεια. Αν και σε πρώτο βαθμό όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι κατά πλειοψηφία, η Ελένη Φωτιάδου δεν εγκατέλειψε τον αγώνα. Το 2004, στον δεύτερο βαθμό, ο βασικός κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για έκθεση σε κίνδυνο με αποτέλεσμα τον θάνατο της 19χρονης Εύας και καταδικάστηκε σε επτά χρόνια κάθειρξη. Η υπόθεση της Εύας Φωτιάδου αποτελεί ένα συγκλονιστικό παράδειγμα της δύναμης της μητρικής αγάπης και της ανθρώπινης επιμονής μπροστά στην αδικία. Η Ελένη Φωτιάδου, με την προσωπική της έρευνα και το ασύλληπτο θάρρος της, κατάφερε να αποκαλύψει την αλήθεια για τον θάνατο της κόρης της, όταν οι επίσημες αρχές είχαν κλείσει την υπόθεση. Η ιστορία της παραμένει ένα σύμβολο του αγώνα για δικαίωση, υπενθυμίζοντας ότι η αλήθεια, όσο καλά κι αν κρύβεται, μπορεί τελικά να λάμψει μέσα από την αφοσίωση και την αποφασιστικότητα.
