Ένα έγκλημα τόσο ανατριχιαστικό που συγκλόνισε το πανελλήνιο. Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος, ένας άνθρωπος υπεράνω πάσης υποψίας, αγαπημένος καθηγητής μουσικής στο περίφημο Αρσάκειο της Εκάλης, μετατράπηκε στον πρωταγωνιστή μιας τραγωδίας που έλαβε χώρα στην ήσυχη Φιλοθέη. Ο Κατσιλάμπρος, γιος ευκατάστατης οικογένειας και γνωστού καθηγητή ιατρικής, μοιραζόταν μια φαινομενικά ιδανική ζωή με τη σύζυγό του, Παναγιώτα Μαζαράκη, μία καταξιωμένη πιανίστα με λαμπρές σπουδές και διεθνή παρουσία. Το ζευγάρι, συνδεδεμένο με το κοινό πάθος για τη μουσική, είχε αποκτήσει δύο παιδιά, δημιουργώντας μία εικόνα ευτυχίας που κανείς στη γειτονιά δεν μπορούσε να αμφισβητήσει. Όμως, πίσω από την πόρτα του άνετου σπιτιού τους, οι καβγάδες άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο συχνοί και έντονοι, με τις φωνές να σπάνε τη συνήθη ηρεμία των βορείων προαστίων, προμηνύοντας την καταιγίδα που θα ακολουθούσε.
Η κορύφωση των εντάσεων επήλθε τη νύχτα της 15ης Σεπτεμβρίου 2008. Μετά από έναν σφοδρό καυγά, η Παναγιώτα Μαζαράκη ζήτησε από τον Γιάννη διαζύγιο. Αυτά τα λόγια ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά. Ο Κατσιλάμπρος, όπως ο ίδιος αργότερα περιέγραψε, «θόλωσε», φοβούμενος για το μέλλον των παιδιών του. Ακολούθησε επίθεση πρωτοφανούς βίας: χτύπησε τη σύζυγό του με γροθιά, στη συνέχεια άρπαξε ένα βαρύ σίδερο σιδερώματος και τη χτύπησε με δύναμη στο κεφάλι. Βλέποντας τη γυναίκα του αιμόφυρτη, αλλά όχι νεκρή, και ακούγοντας τον ψίθυρό της «Τι έκανες, θα σε κλείσω φυλακή», πανικοβλήθηκε και προχώρησε στην αποτρόπαιη πράξη του πνιγμού μέσα στην μπανιέρα του σπιτιού, με την ιατροδικαστική έκθεση να καταλήγει τελικά σε θάνατο από ασφυξία δια πνιγμού.
Με τη γυναίκα του νεκρή, ο Γιάννης Κατσιλάμπρος βρέθηκε αντιμέτωπος με το αδιανόητο. Κυριεύθηκε από την παράλογη σκέψη να κρύψει το έγκλημα και να συνεχίσει να μεγαλώνει τα παιδιά τους σαν να μη συνέβη τίποτα. Ακολούθησε μία σειρά πυρετωδών, μακάβριων προσπαθειών απόκρυψης του πτώματος. Αρχικά προσπάθησε να το θάψει στο φρεάτιο του ανελκυστήρα του σπιτιού και έπειτα στην αυλή, κάτω από το σπιτάκι του σκύλου. Αφού απέτυχε και στις δύο προσπάθειες, τύλιξε τη σωρό σε σεντόνια και πλαστικές σακούλες, φόρτωσε το μακάβριο φορτίο στο αυτοκίνητό του και οδήγησε μέχρι την Παιανία, όπου σε μία απέλπιδα κίνηση πέταξε το σώμα σε έναν μεγάλο κάδο σκουπιδιών. Βασανιζόμενος από τις σκέψεις ότι θα βρεθεί, επέστρεψε στον κάδο, ανέσυρε τη σωρό και κατέληξε στο Πάρκο Πικιόνη, δίπλα στο σπίτι τους. Εκεί, στο μισοσκόταδο, έσκαψε έναν ρηχό λάκκο κάτω από τα πεύκα, τοποθέτησε τη σορό της Παναγιώτας και έπειτα την τσιμέντωσε πρόχειρα με πέτρες και τσιμεντόλιθους, πιστεύοντας πως το μυστικό θα κρυβόταν για πάντα.
Την επόμενη μέρα, ο Κατσιλάμπρος ξεκίνησε να παίζει τον ρόλο του συντετριμμένου συζύγου, υφαίνοντας έναν ιστό ψεμάτων. Τρεις ημέρες μετά το φονικό, εμφανίστηκε στο αστυνομικό τμήμα μαζί με την πεθερά του για να δηλώσει την εξαφάνιση, ισχυριζόμενος ότι η γυναίκα του τον εγκατέλειψε ξαφνικά μετά από έναν καυγά. Παρά το πιστικό του προσωπείο, οι αρχές άρχισαν να τον βλέπουν ως βασικό ύποπτο. Τελικά, ο πατέρας του, ο καθηγητής Νικόλαος Κατσιλάμπρος, διαισθανόμενος τη φριχτή αλήθεια από τα μισόλογα και το βλέμμα του γιου του, τον πίεσε να σταματήσει το θέατρο και να ομολογήσει. Οκτώ ημέρες μετά το έγκλημα, ο Γιάννης Κατσιλάμπρος εμφανίστηκε στην αστυνομία και ομολόγησε τα πάντα, οδηγώντας τους αστυνομικούς στον αυτοσχέδιο τσιμεντένιο τάφο στο πάρκο, αποκαλύπτοντας την αποτρόπαιη αλήθεια.
Η δίκη ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2009 σε ένα ηλεκτρισμένο κλίμα. Ο Κατσιλάμπρος ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα και ότι έχασε τον έλεγχο λόγω του φόβου του, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την πράξη του ως στιγμιαία έκρηξη. Ωστόσο, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών τον έκρινε ομόφωνα ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση, απορρίπτοντας όλους τους ισχυρισμούς περί άμυνας, και του επέβαλε ποινή ισόβιας κάθειρξης. Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με δάκρυα ανακούφισης και χειροκροτήματα από την οικογένεια της Παναγιώτας, αντικατοπτρίζοντας την οργή που είχε προκαλέσει η πράξη του.
Ωστόσο, η ιστορία έλαβε μία σοκαριστική τροπή. Στον δεύτερο βαθμό, το Εφετείο αναγνώρισε στον Κατσιλάμπρο το ελαφρυντικό του «πρότερου έντιμου βίου» και η ποινή του μειώθηκε σε 20 χρόνια κάθειρξη. Λόγω των ευνοϊκών υπολογισμών του σωφρονιστικού συστήματος, ο Γιάννης Κατσιλάμπρος αποφυλακίστηκε μόλις 7 χρόνια μετά τη δολοφονία, στις 3 Νοεμβρίου του 2014. Ένα γεγονός που προκάλεσε καθολική οργή στη κοινή γνώμη, με τα μέσα ενημέρωσης να αναδεικνύουν το θέμα και πολλούς να θεωρούν την ποινή ανάλογα μικρή σε σχέση με το φρικτό έγκλημα, αναδεικνύοντας τα κενά του σωφρονιστικού συστήματος σε περιπτώσεις γυναικοκτονιών. Σήμερα, τα δύο παιδιά του ζευγαριού μεγαλώνουν χωρίς τη μητέρα τους, υπό τη φροντίδα της οικογένειας της Παναγιώτας Μαζαράκη, χωρίς καμία επαφή με τον πατέρα τους. Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος προσπαθεί να φτιάξει τη ζωή του στη σκιά της δολοφονίας, ασχολούμενος με τη μουσική και γράφοντας ημερολόγιο, στο οποίο εκφράζει τις τύψεις και τη μοναξιά του, παραδεχόμενος ότι η σκιά του θανάτου που προκάλεσε θα τον ακολουθεί για πάντα. Η τραγωδία αυτή παραμένει ένα χρονικό που μας θυμίζει το πόσο εύθραυστες είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και ότι το κακό μπορεί να κρύβεται πίσω και από τα πιο καθημερινά πρόσωπα, στις πιο ήρεμες γειτονιές.
.jpg)