Η υπόθεση της Κωνσταντινιάς Γατέλα συγκλόνισε την Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αναδεικνύοντας τις τραγικές συνέπειες των κοινωνικών ταμπού, της τιμής και του θεσμού του γάμου σε μια συντηρητική εποχή. Η Κωνσταντινιά, μόλις 18 ετών από την Καβάλα, γνώρισε το 1958 τον Ευστάθιο Ζουρνατζή, έναν νεαρό υπαξιωματικό του Ελληνικού Στρατού. Η θυελλώδης ερωτική τους σχέση στην επαρχία, μια περίοδο που η παρθενία και η τιμή ήταν κυρίαρχες αξίες, έμελλε να την οδηγήσει σε μια μοίρα τραγική. Η σχέση σημαδεύτηκε από εντάσεις. Μετά την πρώτη τους ερωτική επαφή, η οικογένεια της Κωνσταντινιάς προχώρησε σε καταγγελία στην αστυνομία για αποπλάνηση, προκειμένου να πιέσει τον στρατιωτικό να αναλάβει την ευθύνη και να την παντρευτεί, μια κίνηση που εκείνος αντιμετώπισε με εχθρότητα, υποστηρίζοντας αργότερα ότι έπεσε θύμα παγίδας.
Η σύγκρουση μεταξύ των δύο οικογενειών ήταν έντονη. Όταν η Γατέλα μετέβη στην Αλιστράτη, οι συγγενείς του Ζουρνατζή τους υποδέχτηκαν με ύβρεις και απαίτησαν υπέρογκη προίκα, οδηγώντας την τοπική αστυνομία να συμβουλεύσει την οικογένεια του θύματος να εγκαταλείψει το χωριό. Παρόλα αυτά, η σχέση δεν κόπηκε οριστικά. Αργότερα, ο Ζουρνατζής επανήλθε με επιστολή, ζητώντας να ξανασυνδεθούν. Η Κωνσταντινιά, αφοσιωμένη, τον στήριζε οικονομικά κατά τη θητεία του, φτάνοντας μάλιστα να νοικιάσει δωμάτιο κοντά στη μονάδα του για να τον βλέπει. Ωστόσο, η πίστη της προδόθηκε όταν πληροφορήθηκε ότι εκείνος είχε αρραβωνιαστεί κρυφά μια άλλη γυναίκα, σε μια προσπάθεια να την ξεφορτωθεί.
Την Άνοιξη του 1960, η Κωνσταντινιά, αποφασισμένη να ξεκαθαρίσει την εκκρεμότητα, ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου υπηρετούσε πλέον ο Ζουρνατζής. Τη Μεγάλη Πέμπτη, 14 Απριλίου, ο λοχίας δέχτηκε να τη συναντήσει, αφήνοντας το υπηρεσιακό του όπλο στον λόχο. Οι δυο τους κατέληξαν στο απομονωμένο δάσος του Σέιχ Σου. Εκεί, μετά από μια ακόμη ερωτική συνεύρεση, η ατμόσφαιρα οξύνθηκε δραματικά. Η Κωνσταντινιά έβγαλε από την τσάντα της μια επιστολή του Ζουρνατζή, στην οποία εκείνος ομολογούσε: «Αρραβωνιάστηκα διότι σε μισούσα και σε μισώ. Γιατί είσαι πόρνη γυναίκα». Ο Ζουρνατζής, εξοργισμένος από την αποκάλυψη, άρπαξε και έσχισε την επιστολή. Σε «εν βρασμό ψυχής», όπως υποστήριξε αργότερα, όρμησε στην κοπέλα και τη μαχαίρωσε βάναυσα με έναν σουγιά, προκαλώντας της θανάσιμη πληγή. Το μόνο που πρόλαβε να ψελλίσει η Κωνσταντινιά ήταν ένα «Ωχ», πριν καταρρεύσει αιμορραγώντας.
Ο δράστης, συνειδητοποιώντας το φονικό, ενήργησε με ψυχρό υπολογισμό για να καλύψει το έγκλημά του. Έκρυψε το πτώμα κάτω από θάμνους, αφαίρεσε τα προσωπικά της αντικείμενα (παπούτσια, τσάντα, ρούχα), έκλεψε 300 δραχμές από το πορτοφόλι της, και έσκισε φωτογραφίες και την ταυτότητά της. Στη συνέχεια, καθάρισε τα ρούχα του σε μια ρεματιά και επέστρεψε στο στρατόπεδο, διατηρώντας ένα προσωπείο ψυχραιμίας. Τις επόμενες μέρες, γιόρτασε το Πάσχα διασκεδάζοντας, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Ωστόσο, την Κυριακή του Πάσχα, το φρικτό έγκλημα αποκαλύφθηκε τυχαία, όταν ο σκύλος ενός κυνηγού ανέσκαψε το πτώμα. Η ταχεία έρευνα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Κωνσταντινιά είχε θεαθεί να αναζητά τον λοχία, οδήγησε άμεσα στη σύλληψη του Ζουρνατζή, ο οποίος ομολόγησε την πράξη του.
Η δίκη διεξήχθη στο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης. Ο Ζουρνατζής περιέγραψε με ανατριχιαστική λεπτομέρεια τον φόνο, δηλώνοντας: «Τη χτύπησα με το σουγιά. Αυτή έκανε ωχ και έπεσε». Το δικαστήριο απέρριψε όλα τα αιτήματα ελαφρυντικών, όπως ο ισχυρισμός της πλήρους σύγχυσης ή της ειλικρινούς μεταμέλειας, κρίνοντάς τον ένοχο ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, λιποταξίας και ληστείας. Η απόφαση ήταν αμείλικτη: Καταδίκη σε θάνατο. Η ανακοίνωση της ποινής προκάλεσε δραματικές σκηνές, με τον Ζουρνατζή να καταρρέει συναισθηματικά. Η απόφαση επικροτήθηκε από την κοινή γνώμη, θεωρούμενη δίκαιη τιμωρία για το φρικτό έγκλημα. Η θανατική ποινή εκτελέστηκε το 1962, κλείνοντας οριστικά την αυλαία αυτής της τραγωδίας πάθους, τιμής και εκδίκησης, η οποία έμεινε στην ιστορία ως παράδειγμα του πώς ο εγωισμός και η περιφρόνηση προς το θύμα όπλισαν το χέρι του δολοφόνου.
