Η ανατριχιαστική φράση «Αν δεν είσαι δική μου, δεν θα είσαι κανενός!» δεν ήταν ο πρόλογος ενός φθηνού αστυνομικού δράματος, αλλά η τελευταία πρόταση που ακούστηκε στο φθινοπωρινό απόγευμα του Σεπτεμβρίου του 2021 στη Ρόδο, λίγο πριν σωπάσει για πάντα η φωνή της Ντόρας Ζαχαριά. Η 31χρονη εκπαιδευτικός, γεμάτη όνειρα και ευγένεια, που είχε σπουδάσει φιλολογία και επέστρεψε στον τόπο της για να ζήσει ήρεμα, έγινε θύμα της πιο σκοτεινής πλευράς του έρωτα: της κτητικότητας, της απειλής και της ψυχολογικής βίας. Όπως πολλές γυναίκες, πίστεψε ότι βρήκε ασφάλεια σε έναν μεγαλύτερο άνδρα, αλλά γρήγορα ήρθε αντιμέτωπη με την αλήθεια του – έναν ζηλιάρη, απειλητικό και εξουσιαστικό σύντροφο. Όταν η Ντόρα αποφάσισε να πει «ως εδώ», ο εφιάλτης άρχισε, με τον δράστη να την παρακολουθεί και να την εκβιάζει συναισθηματικά, αποδεικνύοντας ότι το πρόβλημα δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά μια βαθιά ριζωμένη νοοτροπία.
Ο 44χρονος δράστης, ιδιοκτήτης συνεργείου αυτοκινήτων, ο Κώστας Μίρας, δεν είχε μόνο προβληματική σχέση με τη Ντόρα, αλλά και βεβαρημένο παρελθόν εξουσιαστικών συμπεριφορών. Η πρώην σύζυγός του, με την οποία είχαν ένα παιδί, αποκάλυψε συγκλονιστικές λεπτομέρειες για τη ζωή τους, περιγράφοντας επιθετική συμπεριφορά, βρισιές, ξυλοδαρμούς, μέχρι και χρήση όπλου, φτάνοντας στο σημείο να την απαγάγει απειλώντας τη με την κάννη όπλου. Σε κάθε διαφωνία έσπαγε ό,τι έβρισκε μπροστά του, ενώ εκείνη είχε προσφύγει στα δικαστήρια για να του απαγορευτεί να την πλησιάζει. Αυτό το ιστορικό έδειξε καθαρά ότι ο φόνος της Ντόρας δεν ήταν μια στιγμιαία έκρηξη, αλλά η καταληκτική πράξη μιας παθολογικής κτητικότητας. Όταν η Ντόρα συνειδητοποίησε την επικινδυνότητά του κατά τη διάρκεια καλοκαιρινών διακοπών, όπου της έκανε σκηνές επειδή μιλούσε με φίλους και ξαδέρφια, αποφάσισε να λήξει οριστικά τον εννιάμηνο δεσμό τους.
Το μεσημέρι της 22ας Σεπτεμβρίου 2021, κοντά στο σπίτι της στη συνοικία Ροδοπούλα, η οργή του δράστη μετατράπηκε σε φονική εκδίκηση. Ο άνδρας την πλησίασε στο αυτοκίνητό της, της φώναξε κάτι και αμέσως μετά ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί από κυνηγετική καραμπίνα. Η Ντόρα έπεσε νεκρή μέσα στο αυτοκίνητό της. Ο δολοφόνος, ψύχραιμος, επέστρεψε στο σπίτι του, άφησε ένα σημείωμα που έγραφε «Δεν έχει νόημα η ζωή μου χωρίς τη μικρή μου» και αυτοκτόνησε με το ίδιο όπλο. Το σημείωμα αυτό, καθώς και οι δηλώσεις των γονέων του – οι οποίοι υποστήριξαν ότι «το παιδί μου είναι ψυχούλα, την αγαπούσε πολύ, πόνεσε και δεν άντεξε»– προσπάθησαν να αποδώσουν την πράξη σε ένα «έγκλημα πάθους». Όμως, η αλήθεια, όπως διατυπώθηκε από τον συντετριμμένο πατέρα της Ντόρας, ήταν αμείλικτη: «Την σκότωσε γιατί δεν τον ήθελε πια. Αυτό λέγεται γυναικοκτονία».
Η τραγική ιστορία της Ντόρας Ζαχαριά πάγωσε την κοινωνία της Ρόδου και πυροδότησε μια έντονη δημόσια συζήτηση σε όλη την Ελλάδα, φέρνοντας εμφατικά στο προσκήνιο τη λέξη «γυναικοκτονία». Η κοινωνία έπρεπε να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι αυτό δεν ήταν ένα έγκλημα αγάπης ή πάθους, αλλά μια δολοφονία επειδή ήταν γυναίκα που διεκδίκησε την ελευθερία της να πει «όχι». Οι φίλοι, οι συγγενείς και οι μαθητές της Ντόρας μιλούσαν για ένα καλό κορίτσι, τονίζοντας ότι η Ντόρα είχε αφήσει σημάδια, είχε εκφράσει τον φόβο της, αλλά ίσως δεν έλαβε την έγκαιρη προστασία που χρειαζόταν. Η ιστορία της αποτελεί μια ισχυρή υπενθύμιση: όταν μια γυναίκα λέει «όχι», αυτό πρέπει να είναι το τέλος της σχέσης και όχι η αρχή ενός εφιάλτη. Η φωνή της Ντόρας και των άλλων θυμάτων, όπως σημείωσε η πρώην σύζυγος του δράστη, δεν πρέπει να σβήσει στη σιωπή, απαιτώντας από την κοινωνία και την πολιτεία να ακούσουν και να προστατεύσουν, ώστε να μη βρεθεί ποτέ ξανά άλλο όνομα σε αυτή τη λίστα.
.jpg)