Το φθινόπωρο του 1995, η Ελλάδα συγκλονίστηκε από μία από τις πιο ανατριχιαστικές υποθέσεις απαγωγής στην ιστορία της. Θύμα ήταν ο 11χρονος Κωστάκης Δαλάκας, μαθητής δημοτικού από την Παλαία Φώκαια Αττικής, ο οποίος επέστρεφε αμέριμνος στο σπίτι του το μεσημέρι της 14ης Σεπτεμβρίου. Μόλις 200 μέτρα από την οικία του, δύο άνδρες με καλυμμένα πρόσωπα τον ακινητοποίησαν βίαια, του έδεσαν τα μάτια και τον έβαλαν σε ένα βανάκι, εξαφανιζόμενοι μέσα σε λίγα λεπτά. Η αγωνία της οικογένειας και ο τρόμος της κοινής γνώμης μετατράπηκαν σε εθνικό θέμα, με τους δημοσιογράφους να πολιορκούν το σπίτι και τους γονείς να συνοδεύουν έκτοτε τα παιδιά τους στο σχολείο.
Η επικοινωνία των απαγωγέων με τους γονείς του Κωστάκη ήρθε μισή ώρα μετά την αρπαγή, με μια ψυχρή απαίτηση για λύτρα: 130 εκατομμύρια δραχμές. Το τεράστιο αυτό ποσό δεν ήταν τυχαίο. Οι δράστες γνώριζαν ένα στενό οικογενειακό μυστικό: λίγους μήνες νωρίτερα, η γιαγιά του Κωστάκη είχε κερδίσει το ακριβές αυτό ποσό στο κρατικό λαχείο. Πιστεύοντας πως είχαν βρει «φλέβα χρυσού», αποφάσισαν να χτυπήσουν την οικογένεια. Όμως, ο εκβιασμός δεν περιορίστηκε στα χρήματα. Σε μια χειρόγραφη επιστολή σοκ που έστειλαν στους γονείς, οι δράστες ισχυρίζονταν ότι ήταν ομάδα ετοιμοθάνατων ασθενών με AIDS που δεν είχαν τίποτα να χάσουν, και πως θεωρούσαν την πράξη τους «απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης». Η πιο φρικτή απειλή τους ήταν ξεκάθαρη: αν η οικογένεια έκανε οποιαδήποτε λάθος κίνηση ή ειδοποιούσε την αστυνομία, θα μόλυναν το παιδί με τον ιό του AIDS, ώστε οι γονείς του να τον δουν να αργοπεθαίνει χωρίς βοήθεια. Ποτέ ξανά στα ελληνικά χρονικά δεν είχε καταγραφεί τέτοιου είδους απειλή, προκαλώντας παλλαϊκή οργή και πανικό.
Οι γονείς του Κωστάκη, τρομοκρατημένοι από τον απάνθρωπο εκβιασμό, αποφάσισαν να μην ειδοποιήσουν άμεσα την αστυνομία, ακολουθώντας πιστά τις εντολές των απαγωγέων για να σώσουν το παιδί τους. Η μητέρα του μικρού, Ευθαλία, επέδειξε αξιοθαύμαστη ψυχραιμία και δύναμη. Πέντε ημέρες μετά την απαγωγή, στις 19 Σεπτεμβρίου 1995, οι δράστες συμβιβάστηκαν τελικά στο ποσό των 41 εκατομμυρίων δραχμών. Η μητέρα πήγε μόνη της στο προκαθορισμένο σημείο παράδοσης, κρατώντας τη βαλίτσα με τα λύτρα. Παρέδωσε τα χρήματα, και λίγο αργότερα, με τηλεφώνημα, της υπέδειξαν πού θα βρει τον γιο της. Η μητέρα βρήκε τελικά τον Κωστάκη κουλουριασμένο στο έδαφος, εξαντλημένο, με τα χέρια του τραυματισμένα από τα δεσμά. Η στιγμή της επανένωσης, με το αγόρι να φωνάζει «Μαμά, μανούλα!» μόλις άκουσε το αυτοκίνητο, ήταν μια στιγμή ανακούφισης για όλο το πανελλήνιο.
Αφού ο Κωστάκης ήταν σώος, η οικογένεια ενημέρωσε την Αστυνομία και ξεκίνησε η εξιχνίαση της υπόθεσης. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Κωστάκης αποδείχθηκε καθοριστικός μάρτυρας. Περιέγραψε με αξιοθαύμαστη παρατηρητικότητα ότι τον μετέφεραν σε ένα σπίτι μόλις πέντε λεπτά μακριά από το δικό του, μέτρησε τα εννέα σκαλοπάτια στην είσοδο και θυμήθηκε ήχους και διαδρομές, δίνοντας ακόμη και ψευδώνυμα στους απαγωγείς για να τους ξεχωρίσει. Μόλις 70 ημέρες μετά την απελευθέρωση του παιδιού, οι αρχές έφτασαν στα ίχνη των δραστών. Ήταν μια ομάδα τεσσάρων ατόμων, με εγκέφαλο τον Γιάννη Χυλά, 43 ετών, έμπορο αυτοκινήτων και φίλο της οικογένειας. Η προδοσία ήταν σοκαριστική, καθώς ο Χυλάς είχε ως συνεργό του την Φανή Ιωάννου Χατζηρουσέα, μια μακρινή θεία του Κωστάκη, η οποία διατηρούσε ερωτική σχέση μαζί του και του είχε δώσει τις κρίσιμες πληροφορίες για τα κέρδη του λαχείου. Μάλιστα, ο Χυλάς και ο ανιψιός του ενεπλάκησαν και σε μια προηγούμενη απαγωγή το 1991, η οποία είχε καταλήξει στον θάνατο της οικιακής βοηθού του θύματος.
Η δίκη ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1997, με τον 12χρονο πλέον Κωστάκη να στέκεται ως βασικός μάρτυρας κατηγορίας. Στην αίθουσα του δικαστηρίου, επανέλαβε με καθαρή φωνή και γενναιότητα όλες τις λεπτομέρειες του εφιάλτη που έζησε. Οι κατηγορούμενοι, αν και προσπάθησαν να επικαλεστούν μεταμέλεια και να ρίξουν τις ευθύνες στον «παράφορο έρωτα» ή άλλα ψυχολογικά προβλήματα, κρίθηκαν ένοχοι χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Καταδικάστηκαν αρχικά σε 25 χρόνια κάθειρξης ο καθένας, την ανώτερη προβλεπόμενη ποινή, στέλνοντας μήνυμα μηδενικής ανοχής σε τέτοια εγκλήματα. Αν και σε δεύτερο βαθμό οι ποινές μειώθηκαν ελαφρώς, η δικαιοσύνη αποδόθηκε. Σήμερα, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, ο Κώστας Δαλάκας έχει ενηλικιωθεί και προχώρησε στη ζωή του μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Η οικογένειά του επέλεξε τη διακριτικότητα, ώστε το παιδί να μεγαλώσει χωρίς το βάρος της δημοσιότητας. Η ιστορία του παραμένει χαραγμένη στη συλλογική μνήμη, ως υπενθύμιση της δύναμης του ανθρώπινου πνεύματος απέναντι στην απόλυτη βαρβαρότητα και της καθοριστικής σημασίας της παρατηρητικότητας ενός παιδιού στην απόδοση της δικαιοσύνης.