Η ζωή μπορεί να αλλάξει δραματικά μέσα σε μια στιγμή, και αυτό επιβεβαιώθηκε με τον πιο τραγικό τρόπο το πρωινό της 28ης Μαΐου του 1999, όταν συνέβη η πρώτη λεωφορειοπειρατεία στην Ελλάδα. Ένα ΚΤΕΛ που ξεκινούσε από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό τη Χαλκιδική, με μόλις 13 επιβάτες, μετατράπηκε σε σκηνή τρόμου όταν επιβιβάστηκε στο Κάτω Σχολάρι της Θέρμης ο Φλαμούρ Πίσλι (Flamur Pisli), ένας 25χρονος Αλβανός. Ο Πίσλι είχε έρθει στην Ελλάδα μαζί με τον μικρότερο αδερφό του μετά το «σκάνδαλο των πυραμίδων» του 1997 στην Αλβανία, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον και κάνοντας διάφορες εργασίες. Η μοίρα του άλλαξε, ωστόσο, όταν ο αδερφός του φέρεται να είχε παράνομη σχέση με τη γυναίκα ενός εργοδότη. Μετά τη φυγή του αδερφού, ο εργοδότης φέρεται να ενοχοποίησε τον Πίσλι κρύβοντας τρία Καλάσνικοφ στο σπίτι του, με αποτέλεσμα τη σύλληψη, τον εγκλεισμό και την απέλασή του πίσω στην πατρίδα του. Εκεί, αντιμετώπισε την απόρριψη της μνηστής του και τον χλευασμό των συμπατριωτών του, γεμίζοντας με οργή και αποφασίζοντας να πάρει εκδίκηση από αυτούς που θεωρούσε υπεύθυνους για τα δεινά του.
Δραματικές απαιτήσεις και ζωντανή δημοσιότητα
Μπαίνοντας στο λεωφορείο, ο Πίσλι έβγαλε μια χειροβομβίδα και ένα Καλάσνικοφ, παίρνοντας αμέσως τον έλεγχο του οχήματος και των 13 επιβατών του. Αρχικά, διέταξε τον οδηγό να τον οδηγήσει στο σπίτι του συνεταίρου του εργοδότη που τον είχε ενοχοποιήσει, τον οποίο προσπάθησε να πυροβολήσει χωρίς επιτυχία. Έπειτα, πέρασε από το σπίτι μιας γυναίκας που τον είχε φιλοξενήσει αλλά είχε αρνηθεί να τον δεχτεί ξανά, φωνάζοντάς της βρισιές από το παράθυρο του οχήματος. Ενώ το λεωφορείο δεν μπορούσε να προσεγγίσει το σπίτι του εργοδότη, τη σκηνή άρχισαν να την παρακολουθούν τηλεοπτικές κάμερες. Εκμεταλλευόμενος τη δημοσιότητα, ο Πίσλι ζήτησε $50$ εκατομμύρια δραχμές (περίπου €$150.000$), τρία Καλάσνικοφ και ασφαλή διαφυγή για την Αλβανία. Μιλούσε μέσω των κινητών των επιβατών, με τον λόγο του να ακούγεται μπερδεμένος και χωρίς συνοχή. Η ελληνική αστυνομία, έχοντας ακόμη νωπές τις μνήμες της τραγικής κατάληξης της ομηρίας της οδού Νιόβης λίγους μήνες πριν, αποφάσισε να ικανοποιήσει τα αιτήματά του, υπό τον όρο να απελευθερώσει ορισμένους από τους ομήρους.
Η τραγική κατάληξη στα σύνορα
Αφού απελευθέρωσε τέσσερις ομήρους και πήρε τα χρήματα –αλλά όχι τα όπλα– το λεωφορείο ξεκίνησε για τα ελληνοαλβανικά σύνορα, ακολουθούμενο από ένα κομβόι της αστυνομίας και, λανθασμένα, πλήθος από τηλεοπτικά συνεργεία και περίεργους. Κατά τη διάρκεια της πορείας, ο Πίσλι πέταξε τη χειροβομβίδα από το παράθυρο, η οποία δεν εξερράγη, υποδηλώνοντας ότι ήταν ψεύτικη. Το επόμενο πρωί, έξω από το Ελμπασάν της Αλβανίας, το λεωφορείο αναγκάστηκε να σταματήσει, καθώς ο δρόμος είχε κλείσει με νταλίκες, μετά από διαταγή της πιο ετοιμοπόλεμης, λόγω των εμφυλίων αναταραχών, αλβανικής αστυνομίας. Ο Πίσλι, βλέποντας τι τον περίμενε, γονάτισε σε κατάσταση πανικού.
Η κατάσταση εκτραχύνθηκε και οδήγησε σε μακελειό, με δύο εκδοχές για το τι συνέβη: είτε η αστυνομία μπήκε μεταμφιεσμένη στο λεωφορείο και εκτέλεσε τον Πίσλι, είτε οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ όταν εκείνος αρνήθηκε να παραδοθεί. Και στις δύο εκδοχές, ο Φλαμούρ Πίσλι και ο Γιώργος Κουλούρης, ένας όμηρος με τον οποίο είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις και λειτουργούσε ως μεσολαβητής, έχασαν τη ζωή τους από τα πυρά της αστυνομίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κουλούρης χτυπήθηκε πιθανότατα κατά λάθος, καθώς προσπαθούσε να βγει έξω. Ευθύνες για το συμβάν δεν αποδόθηκαν σε κανέναν και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο. Ωστόσο, στο σημείο του θανάτου του Πίσλι στήθηκε μνημείο, με ορισμένους συμπατριώτες του να τον βλέπουν ως εθνικό ήρωα για τα δεινά που πέρασε στην Ελλάδα. Η ιστορία της ομηρίας αυτής, που χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο ως μια πράξη εκδίκησης, αποτέλεσε το υλικό για την ταινία «Όμηρος» του 2005, σε σκηνοθεσία Κώστα Γιάνναρη.
