Το περιστατικό στο Λουτράκι που ήρθε πρόσφατα στο φως δημιουργεί ανησυχητικά ερωτήματα για την κατάσταση του εκπαιδευτικού συστήματος, την ψυχική υγεία των εκπαιδευτικών και τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την παιδική ανάπτυξη ως κοινωνία. Μια δασκάλα καλλιτεχνικών δημοτικού σχολείου όχι μόνο κατήγγειλε επίσημα στην Αστυνομία έναν 6χρονο μαθητή της επειδή την “θώπευσε”, αλλά φέρεται να τον χαρακτήρισε “μελλοντικό βιαστή”. Η σοβαρότητα αυτής της κρίσης δεν έγκειται απλώς στο περιστατικό, αλλά στο τι αποκαλύπτει για τα κενά στην εκπαίδευση, την υποστήριξη και την κατανόηση της παιδικής ψυχολογίας.
Κάθε ειδικός παιδικής ανάπτυξης θα επιβεβαιώσει ότι τα παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας δεν διαθέτουν σεξουαλική συνείδηση με την ενήλικη έννοια. Σε αυτή την ηλικία, η σωματική επαφή είναι τρόπος έκφρασης αγάπης, περιέργειας ή αναζήτησης προσοχής. Όταν ένα νήπιο αγγίζει κάποιον, δεν υπάρχει σεξουαλικό κίνητρο, αλλά μια απλή, αθώα χειρονομία που συχνά απομιμείται συμπεριφορές που βλέπει στο οικογενειακό του περιβάλλον ή στα μέσα ενημέρωσης χωρίς να κατανοεί το περιεχόμενό τους.
Να αποδώσει κανείς σε ένα 6χρονο παιδί σεξουαλική πρόθεση δεν είναι απλώς λάθος· είναι επικίνδυνο. Η επιστήμη της αναπτυξιακής ψυχολογίας είναι σαφής: η σεξουαλική ωρίμαση και συνείδηση αναπτύσσονται σταδιακά και σίγουρα όχι στην ηλικία των έξι ετών. Να προβάλλουμε ενήλικες έννοιες σε παιδικές συμπεριφορές αντανακλά περισσότερο τις δικές μας προκαταλήψεις και ανασφάλειες παρά την πραγματικότητα του παιδιού.
Επίσης, οι δάσκαλοι δεν είναι απλώς μεταδότες γνώσης, είναι διαμορφωτές χαρακτήρων, πρότυπα και συχνά τα πρώτα πρόσωπα εκτός οικογένειας που κερδίζουν την εμπιστοσύνη ενός παιδιού. Αυτή η θέση ευθύνης δεν απαιτεί μόνο ακαδημαϊκή κατάρτιση, αλλά και βαθιά κατανόηση της παιδικής ψυχολογίας, συναισθηματική νοημοσύνη και την ικανότητα να διαχωρίζει κανείς τα προσωπικά του συναισθήματα από τις παιδαγωγικές του υποχρεώσεις.
Στην περίπτωση του Λουτρακίου, η δασκάλα αντί να χρησιμοποιήσει το περιστατικό ως διδακτική στιγμή—για να μιλήσει στο παιδί για κατάλληλα όρια, για σεβασμό του προσωπικού χώρου—επέλεξε την οδό της καταγγελίας και της στιγματοποίησης. Αυτή η επιλογή όχι μόνο δεν εξυπηρετεί καμία παιδαγωγική σκοπιμότητα, αλλά δημιουργεί ανεπανόρθωτη βλάβη.
Ο χαρακτηρισμός “μελλοντικός βιαστής” για ένα 6χρονο παιδί είναι ίσως το πιο τραυματικό στοιχείο αυτής της υπόθεσης. Οι λέξεις έχουν δύναμη, ειδικά όταν προέρχονται από φιγούρες εξουσίας, όπως οι εκπαιδευτικοί. Ένα τέτοιο στίγμα μπορεί να ακολουθήσει ένα παιδί για χρόνια, επηρεάζοντας την αυτοεικόνα του, τις κοινωνικές του σχέσεις, ακόμα και την ακαδημαϊκή του πορεία.
Η ψυχολογική έρευνα για τις αυτοεκπληρούμενες προφητείες είναι ξεκάθαρη: όταν ένα παιδί επισημαίνεται αρνητικά από πρόσωπα εξουσίας, υπάρχει κίνδυνος να υιοθετήσει αυτή την ταυτότητα. Ένα παιδί που του λένε—έστω και έμμεσα—ότι είναι “κακό” ή “επικίνδυνο” μπορεί να αρχίσει να συμπεριφέρεται ανάλογα, όχι επειδή αυτή είναι η φύση του, αλλά επειδή αυτό είναι το μήνυμα που έχει λάβει για το ποιος είναι.
Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό να προσεγγίσουμε αυτό το θέμα με συμπόνια για όλους τους εμπλεκόμενους. Η υπεραντίδραση της δασκάλας μπορεί να υποδηλώνει βαθύτερα προσωπικά ζητήματα: ίσως προηγούμενο τραύμα, άγχος, επαγγελματική εξουθένωση ή ψυχολογικά προβλήματα που χρήζουν επαγγελματικής φροντίδας. Οι εκπαιδευτικοί βρίσκονται συχνά σε υψηλού στρες περιβάλλοντα με ελάχιστη ψυχολογική υποστήριξη.
Αυτό δεν δικαιολογεί την πράξη, αλλά εξηγεί γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα χρειάζεται καλύτερη υποστήριξη: τακτική ψυχολογική αξιολόγηση, πρόσβαση σε προγράμματα διαχείρισης στρες και συνεχή επιμόρφωση στην παιδική ψυχολογία και αναπτυξιακή συμπεριφορά.
Φυσικά, σε όλη αυτή τη συζήτηση, δεν πρέπει να ξεχνάμε το πραγματικό θύμα: το παιδί και την οικογένειά του. Μια μητέρα που κλαίει από το σοκ και την αδικία, ένα παιδί που ίσως δεν καταλαβαίνει τι έκανε “λάθος”, μια οικογένεια που στιγματίζεται στην τοπική κοινωνία. Η ψυχολογική επιβάρυνση είναι τεράστια και οι μακροπρόθεσμες συνέπειες άγνωστες.
Η οικογένεια έχει κάθε δικαίωμα να νιώθει οργή και να αναζητήσει δικαίωση. Το παιδί χρειάζεται επίσης ψυχολογική υποστήριξη για να επεξεργαστεί αυτή την εμπειρία και να μην αναπτύξει άγχος ή φόβο για το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς.
Αυτό το περιστατικό καλεί σε ριζικό επαναπροσδιορισμό πολλών πτυχών του εκπαιδευτικού συστήματος:
Πρώτον, χρειάζεται υποχρεωτική και εμπεριστατωμένη εκπαίδευση όλων των εκπαιδευτικών στην παιδική αναπτυξιακή ψυχολογία, όχι μόνο ως θεωρητική γνώση, αλλά και ως πρακτικό εργαλείο διαχείρισης καθημερινών καταστάσεων.
Δεύτερον, απαιτείται συστηματική ψυχολογική υποστήριξη των εκπαιδευτικών. Η διδασκαλία είναι ένα από τα πιο απαιτητικά επαγγέλματα συναισθηματικά και ψυχολογικά. Οι δάσκαλοι χρειάζονται πρόσβαση σε υπηρεσίες συμβουλευτικής και μηχανισμούς έγκαιρης ανίχνευσης επαγγελματικής εξουθένωσης.
Τρίτον, πρέπει να υπάρχουν σαφή πρωτόκολλα για την αντιμετώπιση παρόμοιων περιστατικών: άμεση εμπλοκή σχολικού ψυχολόγου, διαβούλευση με ειδικούς πριν από οποιαδήποτε επίσημη καταγγελία και προστασία του παιδιού από στιγματισμό.
Πέρα από το σχολικό περιβάλλον, αυτή η υπόθεση αντανακλά ευρύτερες κοινωνικές τάσεις: την τάση να σεξουαλοποιούμε την αθωότητα, την υπερ-ερμηνεία κάθε χειρονομίας μέσα από το πρίσμα του φόβου και την απώλεια της ικανότητας να βλέπουμε τα παιδιά ως παιδιά.
Ζούμε σε μια εποχή που η ευαισθητοποίηση για θέματα παρενόχλησης και κακοποίησης είναι αυξημένη -και αυτό είναι θετικό-. Αλλά υπάρχει και ο κίνδυνος του εκκρεμούς να κινηθεί στην αντίθετη άκρη, στην οποία κάθε χειρονομία ερμηνεύεται ως απειλή και κάθε παιδί ως πιθανός δράστης.
Το περιστατικό του Λουτρακίου πρέπει να αποτελέσει καμπάνα συναγερμού. Δεν αρκεί να καταδικάσουμε μια δασκάλα· πρέπει να εξετάσουμε τι την οδήγησε σε αυτή την επιλογή και τι μπορούμε να αλλάξουμε ως σύστημα για να αποτρέψουμε παρόμοια περιστατικά.
Τα παιδιά μας αξίζουν εκπαιδευτικούς που κατανοούν την ανάπτυξή τους, που ξέρουν πώς να ανταποκρίνονται με παιδαγωγική σοφία αντί για φόβο ή υπερβολική αντίδραση. Οι δάσκαλοί μας αξίζουν την υποστήριξη και την εκπαίδευση που χρειάζονται για να ανταποκριθούν σε αυτόν τον απαιτητικό ρόλο.
Και πάνω από όλα, η παιδική αθωότητα πρέπει να προστατεύεται, όχι μόνο από πραγματικούς κινδύνους, αλλά και από τους φόβους και τις προβολές των ενηλίκων που απειλούν να τη στιγματίσουν πριν καν ωριμάσει.
Αποστόλης Ζυμβραγάκης, M.Ed. Φιλόλογος
