Είναι ένα παράδοξο αφήγημα που επιμένει, αλλά τα ακροδεξιά παραμύθια περί «οικονομικού θαύματος» της επταετίας της Χούντας (1967-1974) καταρρίπτονται από τα ίδια τα στοιχεία. Ακόμη και συστημικοί οικονομολόγοι, όπως ο Ξενοφών Ζολώτας, έχουν ξεκαθαρίσει ότι η οικονομική πολιτική της δικτατορίας ήταν πολιτική «οικονομικής μεγεθύνσεως και όχι οικονομικής αναπτύξεως». Οι πραξικοπηματίες, στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν λαϊκό έρεισμα, προχώρησαν στην περιβόητη διαγραφή των αγροτικών χρεών. Ωστόσο, αυτή η κίνηση δεν αντιστάθμισε την αποδιοργάνωση της αγροτικής παραγωγής και τη μείωση του κατά κεφαλήν αγροτικού εισοδήματος, φαινόμενα που οδήγησαν στον εκπατρισμό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων. Η μετανάστευση περίπου μισού εκατομμυρίου πολιτών μεταξύ 1968 και 1972 ήταν αυτή που επέτρεψε τη μείωση της ανεργίας, για την οποία κόμπαζαν οι χουντικοί.
Επιδείνωση των οικονομικών δεικτών και «δημιουργική λογιστική»
Κατά τη διάρκεια της Χούντας, οι βασικοί οικονομικοί δείκτες επιδεινώθηκαν δραματικά. Το δημόσιο χρέος υπερδιπλασιάστηκε, φτάνοντας τα 87,5 δισεκατομμύρια δραχμές στις αρχές του 1973, ενώ το εμπορικό έλλειμμα πενταπλασιάστηκε. Η αγροτική οικονομία αναπτύχθηκε μόλις 1,8%την επταετία. Ο πληθωρισμός κάλπαζε, με τον δείκτη τιμών καταναλωτή να αυξάνεται 15,3% από το 1972 στο 1973 και κατά 37,8% την επόμενη χρονιά, πλήττοντας κυρίως τα είδη πρώτης ανάγκης. Ταυτόχρονα, οι φόροι βάρυναν κατά 91% τα νοικοκυριά, ενώ οι φόροι των επιχειρήσεων μειώνονταν. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών οκταπλασιάστηκε μεταξύ 1967 και 1972. Την ίδια στιγμή, οι δαπάνες για την Εκπαίδευση μειώθηκαν από 11,6% σε 10% του συνόλου των κρατικών δαπανών, ενώ οι δαπάνες για την «άμυνα» και τη «δημόσια ασφάλεια» πολλαπλασιάστηκαν. Αρχικά, οι κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν, αλλά στη συνέχεια μειώνονταν κάθε χρόνο, φτάνοντας το 1974 στα επίπεδα του 1965. Ο ίδιος ο Σπύρος Μαρκεζίνης, ο «πρωθυπουργός» των 47 ημερών, παραδέχτηκε ότι «η οικονομική κατάστασις έβαινε σταθερώς επιδεινούμενη» και ότι «η προσπάθεια αστυνομικής καθηλώσεως των τιμών οδήγησε εις πλήρη εξάρθρωσιν της αγοράς».
Στην προσπάθεια να κρατηθεί χαμηλά ο εξωτερικός δανεισμός, η Χούντα υπερτετραπλασίασε τον εσωτερικό, χρησιμοποιώντας «δημιουργικές πατέντες» στα δημοσιονομικά. Για να γίνονται τεχνικά έργα, οι εργοληπτικές εταιρείες έπαιρναν δάνεια από το εξωτερικό με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου. Μέσω μιας τριγωνικής διαδρομής (Τράπεζες – Εργολήπτες – Κράτος), το βάρος των δανείων περνούσε στο κράτος, αλλά ο δανεισμός χαρακτηριζόταν «εσωτερικός», αποκρύπτοντας την πραγματική οικονομική επιβάρυνση.
Σκάνδαλα διαφθοράς: Από το «τάμα» στις μίζες και τον νεποτισμό
Παρά τους ισχυρισμούς των νοσταλγών για «άμεμπτους» δικτάτορες, οι συνταγματάρχες και ο περίγυρός τους έφαγαν με χρυσά κουτάλια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το περίφημο «Τάμα του Έθνους»: η ανέγερση ναού του Σωτήρος στα Τουρκοβούνια, που οραματίστηκε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος το 1968. Αν και ο ναός δεν χτίστηκε ποτέ, δημιουργήθηκε μια Ανώτατη Επιτροπή με επικεφαλής τον ίδιο τον Παπαδόπουλο για τη συγκέντρωση χρημάτων. Από τα 453,3 εκατομμύρια δραχμές που συγκεντρώθηκαν, κυρίως από κρατικούς φορείς, τα 406 εκατομμύρια «ταξίδεψαν» σε άλλη γη και άλλα μέρη, χωρίς ποτέ να τιμωρηθεί κανείς για το μεγάλο φαγοπότι.
Η «αδιάφθορη» Χούντα διέπρεψε επίσης στον νεποτισμό και την οικογενειοκρατία. Ο Παπαδόπουλος διόρισε τον αδελφό του Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο σε κορυφαία υπουργεία και τον άλλο αδελφό του, Χαράλαμπο, Γενικό Γραμματέα στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. Ο Παττακός κανόνισε να αναλάβει ο γαμπρός του, Ανδρέας Μεϊντάσης, διάφορες μελέτες και τεχνικά έργα, όπως το υπόγειο γκαράζ στην Πλατεία Κλαυθμώνος, για τα οποία πληρώθηκε αδρά. Ο Νικόλαος Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του, Αλ. Ματθαίου, υπουργό, ενώ ο Ιωάννης Λαδάς, που διεκδικούσε την «καθαρότητα» των χεριών του, εξυπηρέτησε πολλούς συγγενείς, διορίζοντάς τους σε καίριες θέσεις.
Οι μίζες έπεφταν σαν το χαλάζι από χαριστικές ρυθμίσεις και απευθείας αναθέσεις έργων χωρίς διαγωνισμό, τιμώντας την ποιότητα επαφών με ξένες εταιρείες όπως η Siemens και η AEG. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Αμερικανού «ενδιάμεσου» Ρόμπερτ Μακντόναλντ για την κατασκευή της Εγνατίας Οδού (που τελικά δεν έγινε) και του οποίου η προκαταβολή 4,5 εκατομμυρίων δολαρίων και τα έξοδα έμειναν στην τσέπη του. Αντίστοιχα, η αμερικανική εταιρεία Litton Industries πήρε 1,2 εκατομμύρια δολάρια προκαταβολή για να αναλάβει την «οργάνωσιν και διεκπεραίωσιν της οικονομικής αναπτύξεως», αλλά αποχώρησε δύο χρόνια αργότερα αφού πληρώθηκε και το 11% των «εξόδων» της. Ο Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας Τομ Πάπας, στενός φίλος της Χούντας και «γεφυροποιός» μεταξύ του Προέδρου Νίξον και της CIA, απαλλάχθηκε από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις ύψους 840 εκατομμυρίων δολαρίων που είχε αναλάβει.
Η Χούντα, ενώ ήρθε για να ανατρέψει τη «φαυλοκρατία», πολλαπλασίασε τους μισθούς των πρωταιτίων της, θεσπίζοντας για πρώτη φορά ημερήσιες αποζημιώσεις «εκτός έδρας» και φροντίζοντας τη στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα. Τέλος, το σκάνδαλο των «μαύρων κρεάτων», όπου ο υφυπουργός Εμπορίου, Μπαλόπουλος, καταδικάστηκε για δωροληψία από μεγαλέμπορους της Ροδεσίας, αποδεικνύει τη λειτουργία της Χούντας ως συμμορίας. Όπως ανέφερε ο Ευάγγελος Αβέρωφ ήδη από το 1968 και αργότερα ο βασικός της προπαγανδιστής Σάββας Κωνσταντόπουλος το 1973, η «αποπνικτική ατμόσφαιρα σκανδάλων» ήταν δεδομένη.
