Η περίοδος της στρατιωτικής Δικτατορίας 1967-1974 άφησε πίσω της ένα βαθύ, σκοτεινό ίχνος στην ελληνική ιστορία. Ο στίχος του Αλέκου Παναγούλη από το ποίημα που έγραψε με το αίμα του, «Θέλω να προσφέρω με την ίδια δύναμη που ’θελα στο ξεκίνημα. Θέλω να νικήσω αφού δεν μπορώ να νικηθώ», αποτυπώνει το αλύγιστο φρόνημα χιλιάδων αγωνιστών. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, περισσότερα από 90.000 άτομα συνελήφθησαν και υπέστησαν κάθε είδους αγριότητες, από ξυλοδαρμούς και ηλεκτροσόκ μέχρι εικονικές εκτελέσεις. Αυτοί οι αγωνιστές, μαζί με χιλιάδες δημοκρατικούς πολίτες και αξιωματικούς, στάθηκαν φάροι απέναντι στο σκοτάδι, σώζοντας την τιμή και την αξιοπρέπεια ενός λαού που αγωνίζεται διαχρονικά για την ελευθερία και τη δημοκρατία. 52 χρόνια μετά την ηρωική Εξέγερση του Πολυτεχνείου, είναι ζωτικής σημασίας οι τόποι θυσίας να παραμένουν πυρήνες συλλογικής ιστορικής μνήμης και αυτογνωσίας, υπενθυμίζοντας ότι τίποτα δεν χαρίζεται και τίποτα δεν είναι αυτονόητο.
Τα κολαστήρια της Αθήνας: ΕΑΤ-ΕΣΑ και Μπουμπουλίνας
Το ΕΑΤ-ΕΣΑ (Ειδικόν Ανακριτικόν Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας), που ιδρύθηκε το 1951 και χρησιμοποιήθηκε κεντρικά για την καταστολή της χούντας, προκαλούσε φόβο και μόνο στο άκουσμά του. Στεγαζόταν στο σημερινό Πάρκο Ελευθερίας και αποτέλεσε τόπο βασανιστηρίων για εκατοντάδες αγωνιστές, πολλοί εκ των οποίων συνελήφθησαν πριν και μετά το Πολυτεχνείο. Μεταξύ των πιο γνωστών θυμάτων ήταν ο Αλέκος Παναγούλης, ο οποίος βασανίστηκε εκεί μετά την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου, και ο ηρωικός αξιωματικός Σπύρος Μουστακλής, ο οποίος συνελήφθη για το Κίνημα του Ναυτικού και υπέστη τέτοιες βαρβαρότητες που έμεινε παράλυτος και έχασε τη φωνή του. Εκτός από άνδρες, από τα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ πέρασαν και νεαρές κοπέλες, όπως η Μέλπω Λεκατσά. Οι μέθοδοι της ΕΣΑ περιελάμβαναν ξυλοδαρμούς, ηλεκτροσόκ, εικονικό πνιγμό και απόλυτη απομόνωση, με συνέπεια σοβαρές σωματικές και ψυχολογικές βλάβες. Σήμερα, το κεντρικό κτίριο λειτουργεί ως Μουσείο Αντιδικτατορικού Αγώνα, κρατώντας ζωντανή την ιστορία.
Το κτίριο επί της οδού Μπουμπουλίνας 18-20, ακριβώς πίσω από το Πολυτεχνείο, αποτέλεσε το βασικό άντρο της Υποδιεύθυνσης Γενικής Ασφάλειας και άλλο ένα διαβόητο κολαστήριο της δικτατορίας. Στην Μπουμπουλίνας έδρασαν οι αρχιβασανιστές Μάλλιος, Μπάμπαλης, Σπανός και Λάμπρου. Εκεί υπέστησαν τα πάνδεινα εκατοντάδες αντιφρονούντες, συμπεριλαμβανομένων συλληφθέντων της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, με $22$ άτομα να πεθαίνουν κατά τη διάρκεια της κράτησής τους. Στην περίφημη «ταράτσα», γίνονταν φρικτά βασανιστήρια, όπως περιέγραψε γλαφυρά ο Μίκης Θεοδωράκης στα «τραγούδια του Αντρέα» για τον Ανδρέα Λεντάκη. Οι κραυγές των βασανιζομένων ήταν τόσο δυνατές που επιστρατεύτηκε μοτοσικλέτα στην ταράτσα για να καλύπτει τις οιμωγές. Ενώ το κτίριο της Μπουμπουλίνας 18 κατεδαφίστηκε το 1974, το διπλανό κτίριο της οδού 20-22 (πρώην έδρα της ΚΥΠ και ιδιοκτησία του δωσίλογου πρωθυπουργού Λογοθετόπουλου) στεγάζει σήμερα τις κεντρικές υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, σηματοδοτώντας μία ενδιαφέρουσα τροπή της Ιστορίας.
Άλλοι τόποι μαρτυρίου και εξορίας
Πέρα από το ΕΑΤ-ΕΣΑ και την Μπουμπουλίνας, δεκάδες ήταν οι τόποι μαρτυρίου σε όλη την Ελλάδα. Αυτοί περιλάμβαναν τα κτίρια της Ασφάλειας και της Αστυνομίας, το ΚΕΒΟΠ στο Χαϊδάρι (όπου μεταφέρθηκαν πολλοί συλληφθέντες του Πολυτεχνείου), το ΚΕΣΑ στο Γουδί (γνωστό για τις εικονικές εκτελέσεις), καθώς και στρατιωτικές φυλακές όπως το Μπογιάτι όπου ο Αλέκος Παναγούλης υπέστη ακραία μαρτύρια σε ένα κελί-τάφο.
Οι Φυλακές Αβέρωφ και οι Φυλακές Ωρωπού «φιλοξένησαν» επίσης εκατοντάδες αντιστασιακούς. Στις Φυλακές Ωρωπού κρατήθηκαν ο Μανώλης Γλέζος, ο Χαρίλαος Φλωράκης και ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος τους χάρισε τη θέση τους στην ιστορία με τα τραγούδια του «Διότι δεν συνεμορφώθην». Το κτίριο των Φυλακών Ωρωπού πρόκειται να μετατραπεί σε Κέντρο Ιστορίας, Δημοκρατίας και Πολιτισμού, διατηρώντας τη μνήμη.
Ένα ξεχωριστό, σκοτεινό κεφάλαιο είναι οι νησιωτικοί τόποι εξορίας. Η Γυάρος, γνωστή ως «διαβολονήσι» ή «θανατονήσι», λειτούργησε ως ένας από τους σκληρότερους τόπους εξορίας, φιλοξενώντας πάνω από 8.500 πολίτες σε άθλιες συνθήκες. Οι βαρβαρότητες της Γυάρου οδήγησαν στην καταδίκη του χουντικού καθεστώτος από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Μετά το 1968, πολλοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα του Παρθενίου και του Λακκίου στη Λέρο, όπου «φιλοξενήθηκαν» περίπου 4.000 άτομα, ανάμεσά τους ο Γιάννης Ρίτσος και ο Μανώλης Γλέζος, σε εντελώς ακατάλληλες εγκαταστάσεις. Η ιστορία όλων αυτών των τόπων, από τις φυλακές έως τα νησιά της εξορίας, παραμένει χαραγμένη στη συλλογική μνήμη ως υπενθύμιση ότι η ελευθερία κατακτήθηκε με πόνο και αίμα.
