Η εκπαίδευση είναι το θεμέλιο κάθε εθνικής συνείδησης, και ο τρόπος που διδάσκεται η ιστορία στα σχολικά βιβλία των γειτονικών μας χωρών έχει ιδιαίτερη σημασία. Τα σχολικά εγχειρίδια στα Σκόπια αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου η ιστορία χρησιμοποιείται συστηματικά για την καλλιέργεια της «μακεδονικής» καταγωγής και της υποτιθέμενης ιστορικής συνέχειας από την αρχαιότητα έως σήμερα. Ο βασικός στόχος των ιστοριογράφων είναι να διαχωρίσουν με κάθε τρόπο το Μακεδονικό στοιχείο από την υπόλοιπη αρχαία Ελλάδα, παραβλέποντας ιστορικά γεγονότα και επιμένοντας σε θεωρίες που στερούνται τεκμηρίωσης, παρά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών και τις δεσμεύσεις για αλλαγές.
Προκειμένου να επιτευχθεί ο διαχωρισμός, τα βιβλία της Ιστορίας της γειτονικής χώρας παρουσιάζουν τους αρχαίους Μακεδόνες ως ένα ξεχωριστό έθνος που διέφερε από τους γειτονικούς λαούς—Έλληνες, Ιλλυριούς και Θράκες—τόσο στον τρόπο ζωής όσο και στα έθιμα και τα σύμβολα. Το κεντρικό επιχείρημα περιστρέφεται γύρω από την ύπαρξη μιας ξεχωριστής Μακεδονικής γλώσσας, η οποία φέρεται να διαμορφώθηκε από την ανάμιξη διαφόρων φύλων και πήρε το όνομά της από την περιοχή. Ακόμα και αν οι ίδιοι οι συγγραφείς παραδέχονται ότι «δεν έχουν βρεθεί γραπτές πηγές ή επιγραφές» για αυτή τη γλώσσα, υποστηρίζουν τον ισχυρισμό τους επικαλούμενοι αρχαίους συγγραφείς που φέρεται να μαρτυρούν ότι ο Μέγας Αλέξανδρος απευθύνθηκε στους στρατιώτες του στη «Μακεδονική γλώσσα» πριν την εκστρατεία του, παραμένοντας προσκολλημένοι στο αφήγημα της απόλυτης εθνικής ετερότητας.
Η προσπάθεια υφαρπαγής της ιστορίας συνεχίζεται στην περιγραφή της Ελληνιστικής Περιόδου, την οποία τα σχολικά βιβλία ονομάζουν «Ελληνιστική ή Μακεδονική περίοδο». Εδώ, ο ελληνικός πολιτισμός και η διάδοσή του στην Ανατολή δεν αποδίδονται στην ελληνικότητα των Μακεδόνων, αλλά στην κατάκτηση των Ελλήνων από τους Μακεδόνες. Σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, οι Έλληνες απλώς λειτουργούσαν ως «φορείς της γλώσσας, της γραμματείας, της φιλοσοφίας και του πολιτισμού», οι οποίοι, λόγω της ενιαίας διοίκησης των Μακεδόνων, έφτασαν μέχρι την Αίγυπτο και την Περσία. Η Ρωμαϊκή κατάκτηση ακολουθεί την ίδια λογική, περιγράφοντας τους Ρωμαίους να κατακτούν, πέραν των Μακεδόνων και Ιλλυριών, «τους άλλους βαλκανικούς λαούς, τους Έλληνες και αργότερα τους Θράκες», κατατάσσοντας τους Έλληνες μεταξύ των άλλων λαών της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Ανάλογες ιστορικές ανακρίβειες εντοπίζονται και στα βιβλία που αφορούν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Στα «μεσαιωνικά χρόνια», η εξέγερση των Κομητόπουλων κατά του Βυζαντίου το 976 παρουσιάζεται ως «δεύτερη επανάσταση της Μακεδονίας», η οποία οδήγησε στην εγκαθίδρυση του «ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους» υπό τον Σαμουήλ—ένας σαφής σφετερισμός της βουλγαρικής ιστορίας. Επιπλέον, επιχειρείται η σύνδεση με το σλαβικό στοιχείο, υποστηρίζοντας ότι οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, οι θεμελιωτές της σλαβικής γραμματείας, αν και γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, ήταν «πιθανότατα σλαβικής καταγωγής». Αυτό το λογικό άλμα, που συνδέει τους αρχαίους Μακεδόνες με τους Σλάβους, στοχεύει να καλύψει το πολιτιστικό και ιστορικό κενό και να νομιμοποιήσει τη σημερινή εθνική ταυτότητα.
Το σύνολο αυτής της ιστορικής αναθεώρησης δεν αποτελεί απλώς μια «χαζή οπτική της ιστορίας», αλλά ένα ενορχηστρωμένο σχέδιο με σαφή πολιτική στόχευση. Ο απώτερος σκοπός είναι η εμφύτευση της ιδέας στους μαθητές ότι, εφόσον οι υποτιθέμενοι πρόγονοί τους κατείχαν επιπλέον εδάφη—συμπεριλαμβανομένης της Ελληνικής Μακεδονίας—οι σημερινοί πολίτες της γειτονικής χώρας έχουν δικαίωμα να τα διεκδικούν ως αλύτρωτες πατρίδες. Παρά τις δεσμεύσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών, η επιτροπή σχολικών βιβλίων δεν έχει ολοκληρώσει ακόμη τις τροποποιήσεις για την εξάλειψη αυτών των αλυτρωτικών αναφορών. Η συνεχής καλλιέργεια αυτών των ανιστόρητων αφηγήσεων, όπως αποδεικνύεται από τα σχολικά βιβλία, υπογραμμίζει την ανάγκη για επαγρύπνηση και σοβαρή αντιμετώπιση του θέματος εκ μέρους της ελληνικής πλευράς.
