Η Αθήνα της δεκαετίας του ’90 βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα φαινόμενο που συντάραξε συθέμελα την κοινωνία, την αστυνομία και το πολιτικό σύστημα: τη βίαιη έξαρση της εγκληματικότητας που έστρεψε την προσοχή της στους ηλικιωμένους. Από το 1992 έως το 1997, 26 ηλικιωμένοι έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να αντισταθούν στους κακοποιούς. Η κατάσταση κλιμακώθηκε δραματικά, με 70 ληστείες ή επιθέσεις σε άτομα μεγάλης ηλικίας να καταγράφονται μόνο από το 1996 έως τον Ιούλιο του 1997, κυρίως στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας. Το Περιστέρι, η Πετρούπολη, τα Κάτω Πατήσια, τα Νέα Λιόσια και τα Πετράλωνα ήταν από τις βασικές περιοχές δράσης των συμμοριών.
Ο στραγγαλισμός για μια τηλεόραση στου Ψυρρή
Μία από τις πιο σοκαριστικές υποθέσεις συνέβη στις 17 Ιουλίου 1997, στου Ψυρρή, στην οδό Λεπενιώτη 22. Μια 75χρονη γυναίκα δολοφονήθηκε άγρια κατά τη διάρκεια διάρρηξης. Οι κακοποιοί εισέβαλαν στο σπίτι, της έφραξαν το στόμα για να μην φωνάξει και στη συνέχεια τη στραγγάλισαν. Μια μέρα πριν από το φονικό, η ηλικιωμένη είχε μια συζήτηση με τη γειτόνισσά της που αποδείχθηκε προφητική: «Φοράς πολλά χρυσαφικά, πρόσεχε μη σε ληστέψει κανείς», της είχε πει η γειτόνισσα, για να απαντήσει η 75χρονη: «Δεν έχω φόβο εγώ, δεν με πειράζει κανείς».
Τα ξημερώματα της 17ης Ιουλίου, ένας διερχόμενος κάτοικος παραξενεύτηκε όταν είδε την πόρτα του σπιτιού της ηλικιωμένης ανοιχτή, κάτι ασυνήθιστο για τη γυναίκα που πάντα κλειδαμπάρωνε. Μπαίνοντας μέσα, την εντόπισε νεκρή. Οι δράστες είχαν σκαρφαλώσει από υπαίθριο γκαράζ σε ένα δέντρο, πήδηξαν μία μάνδρα που οδηγούσε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, από όπου έφτασαν στην ταράτσα της μονοκατοικίας. Μέσω του φωταγωγού κατέβηκαν στην κουζίνα, έσπασαν το τζάμι και εισέβαλαν. Η ηλικιωμένη αιφνιδιάστηκε ενώ ξεπάγωνε κρέας. Ακινητοποιήθηκε, πιέστηκε στο δάπεδο και οι δράστες της έφραξαν το στόμα μέχρι θανάτου από ασφυξία. Εν τέλει, αφού δεν εντόπισαν τα μετρητά που έψαχναν, έκλεψαν τα χρυσαφικά και, το πιο τραγικό, την τηλεόρασή της.
Η ληστεία και ο θάνατος στη Δραπετσώνα
Μία ημέρα νωρίτερα, στις 16 Ιουλίου 1997, η βία χτύπησε στη Δραπετσώνα. Στις 2 τα ξημερώματα, κακοποιοί εισέβαλαν στο σπίτι δύο ηλικιωμένων αδερφών, προσφύγων από τη Μικρά Ασία, ηλικίας 81 και 75 ετών, οι οποίοι ζούσαν σε ένα διαμέρισμα που ήταν παλαιότερα το κατάστημά τους με ξηρούς καρπούς.
Την ώρα που κοιμούνταν, οι δράστες τους φίμωσαν και άρχισαν να τους χτυπούν για να τους αποσπάσουν πληροφορίες για τα χρήματά τους. Το σπίτι δεν επιλέχθηκε τυχαία: οι ηλικιωμένοι φύλαγαν 1,5 εκατομμύριο δραχμές και 270 χρυσές λίρες. Ο 81χρονος έμεινε δεμένος και φιμωμένος με μονωτική ταινία στο κρεβάτι του για ώρες, ενώ ο 75χρονος ήταν δεμένος στην τουαλέτα. Οι γείτονες, ανησυχώντας που δεν είχαν δώσει σημεία ζωής, κάλεσαν τις αρχές το απόγευμα της επόμενης μέρας. Δυστυχώς, ο 81χρονος δεν άντεξε και άφησε την τελευταία του πνοή στο κρεβάτι από πνιγμό. Ο 75χρονος επέζησε, φέροντας τραύματα στο πρόσωπο και κακώσεις στον θώρακα. Οι δράστες, όπως και οι γείτονες, γνώριζαν ότι οι οικονομίες των αδερφών ήταν μετατραπεί σε λίρες και φυλάσσονταν σε πουγκί.
Η εξαπάτηση των «ευγενικών νέων»
Η εγκληματική δράση δεν περιοριζόταν στη βία, αλλά και στην εξαπάτηση. Στις 5 Ιουνίου 1997, ένα νεαρό ζευγάρι χτύπησε την πόρτα μιας 86χρονης. Εκμεταλλευόμενοι την απουσία της οικιακής βοηθού, ο νεαρός ζήτησε ευγενικά από την ηλικιωμένη, η οποία με δυσκολία άνοιξε την πόρτα, να χρησιμοποιήσει η σύζυγός του την τουαλέτα λόγω «ξαφνικής αδιαθεσίας». Η ηλικιωμένη τον εμπιστεύτηκε.
Ο νεαρός την οδήγησε στην κουζίνα και της έπιασε την κουβέντα, προσποιούμενος τον ευγενή, ενώ ταυτόχρονα απέσπασε πληροφορίες για τη ζωή της. Η παρουσία του στην πόρτα της κουζίνας είχε ως στόχο να την μπλοκάρει. Μετά από ένα τέταρτο, η σύζυγος εμφανίστηκε «συνερχόμενη», το ζευγάρι ευχαρίστησε την 86χρονη με ευγένεια και έφυγε. Η ηλικιωμένη, αναστατωμένη από την επίσκεψη, έλεγξε τα πράγματά της, τα οποία φάνηκαν εντάξει. Ωστόσο, την επόμενη μέρα συνειδητοποίησε ότι 500.000 δραχμές και τα κοσμήματά της από το κομοδίνο είχαν «βγάλει φτερά».
Οι δύο κατηγορίες συμμοριών
Εκείνη την περίοδο, οι συμμορίες που δρούσαν κατά των ηλικιωμένων χωρίζονταν σε δύο βασικές κατηγορίες. Η πρώτη αφορούσε νεαρούς από τα Βαλκάνια που αποσπούσαν μικρά ποσά και δρούσαν σε μονοκατοικίες συνοικιών, στοχεύοντας κυρίως ηλικιωμένους. Η δεύτερη κατηγορία αφορούσε οργανωμένες συμμορίες, αποτελούμενες από Έλληνες και αλλοδαπούς, οι οποίες «χτυπούσαν» επιλεγμένους στόχους, παρακολουθώντας για καιρό ευκατάστατους ηλικιωμένους.