Στους πρόποδες του Παρνασού, βρίσκεται το γραφικό χωριό Αγόριανη (παλαιότερα γνωστό ως Αγία Μαρίνα), ένας τόπος που κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας βίωσε δραματικές στιγμές, οι οποίες γέννησαν έναν ανατριχιαστικό θρύλο: αυτόν του Δαίμονα της Αγόριανης. Η αρχική Αγία Μαρίνα καταστράφηκε ολοσχερώς το 1693, όταν ο πρόκριτος του χωριού, Κομνηνός Τράκας (ή Κομνάς), εξόπλισε τους συγχωριανούς του και ύψωσε το λάβαρο της επανάστασης. Οι πολυάριθμοι Τούρκοι επιτέθηκαν, η μάχη ήταν άγρια και, παρά τη σύντομη αντίσταση, οι Έλληνες αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν, πιστεύοντας τις υποσχέσεις των Τούρκων. Μόλις παρέδωσαν τα όπλα τους, οι χωρικοί σφαγιάστηκαν στη χαράδρα του χωριού, με τον ποταμό να κυλά «κατακόκκινος από το αθώο αίμα τους». Οι Τούρκοι πήραν τα γυναικόπαιδα, τα μετέφεραν στη Φωκίδα, όπου πέθαναν από κακουχίες, και τέλος έκαψαν την Αγία Μαρίνα, αφήνοντας πίσω τους μόνο ερείπια.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά, ο Κομνάς, ο οποίος είχε καταφέρει να ξεφύγει στα Καλάβρυτα και να αποκτήσει μεγάλη οικογένεια και περιουσία, νοστάλγησε τα πάτρια χώματα. Επέστρεψε στην περιοχή της Φωκίδας και τελικά, μαζί με τους τέσσερις γιους του – τον Γιάννη, τον Θεόδωρο, τον Δημήτρη και τον Λουκά – πήγε στον τόπο της κατεστραμμένης Αγίας Μαρίνας. Τα χαλάσματα του χωριού είχαν μετατραπεί σε βοσκοτόπι που ανήκε σε έναν Τούρκομπέη, τον Ζαΐμη, ο οποίος είχε εκεί τα κοπάδια του. Μετά από μια σύγκρουση με μια αρκούδα που τη σκότωσαν, ο Κομνάς ανακοίνωσε στους γιους του την πρόθεσή του να ξαναχτίσουν το σπίτι τους και να αναβιώσουν το χωριό. Παρά την ειδοποίηση του τσοπάνου του Ζαΐμη, ο Τούρκος προσποιήθηκε ότι αποδέχεται την ανοικοδόμηση, κρίνοντάς την ωφέλιμη για τον ίδιο.
Ωστόσο, ο Τούρκος τσιφλικάς είχε καταστρώσει ένα πονηρό σχέδιο για να εμποδίσει την επικίνδυνη για τα συμφέροντά του ανοικοδόμηση. Γνωρίζοντας την προληπτική φύση των κατοίκων, διέδωσε ότι στο λόγκο τριγύρω φώλιαζε ένας τρομερός δαίμονας. Υποστήριξε ότι ο δαίμονας αυτός ήταν υπεύθυνος για την αρχική καταστροφή του χωριού και δεν θα άφηνε το νέο να «δει χαΐρι». Οι χωρικοί πίστεψαν στα λεγόμενά του, φοβούμενοι παντού το «κακό στοιχειό». Ο Κομνάς, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο, απάντησε με τον δικό του αντί-θρύλο: ανακοίνωσε ότι έστησε δόκανο και έπιασε τον δαίμονα μέσα στο κοίλο άντρο. Διηγήθηκε ότι τον υπέταξε με πυρωμένο σίδερο στο μέτωπο και τον έκανε δούλο του σπιτιού του, υπηρετώντας τον με «σατανική δύναμη».
Αφού ο δούλος-δαίμονας «χάθηκε» αφήνοντας πίσω του μυρωδιά θειαφιού, ο Κομνάς, για να καθησυχάσει οριστικά τους χωρικούς, πήρε δύο μοσχάρια, τα έζεψε σε σιδερένιο αλέτρι και αυλάκωσε γύρω-γύρω όλο το χωριό, ώστε δήθεν να μην μπορεί να το πλησιάσει το κακό δαιμόνιο. Τα μοσχάρια και το αλέτρι θάφτηκαν στο τέλος ως τελετουργική πράξη. Το νέο χωριό ονομάστηκε Αγόριανη λόγω των πολλών αγοριών του πρώτου οικιστή, του Κομνά, ο οποίος συχνά έλεγε στους συγχωριανούς του ότι το χωριό θα είναι απλησίαστο από τους δαίμονες, μόνο αν οι κάτοικοί του κάνουν καλές πράξεις και τηρούν τις εντολές του Θεού. Έτσι, ένας θρύλος που ξεκίνησε από την πονηριά ενός Τούρκου τσιφλικά για να εκφοβίσει τους κατοίκους, μετατράπηκε με τη σοφία του Κομνά σε ένα ηθικό δίδαγμα και έναν μύθο για την ίδρυση του χωριού.