Η ιστορία της Δέσποινας Παπαδοπούλου, της γυναίκας που υπήρξε η «σιδηρά κυρία» της επταετίας, ξεκινά πολύ πριν από το πραξικόπημα του 1967. Γεννημένη σε μια οικογένεια προσφύγων από τη Μικρά Ασία, η Δέσποινα Γάσπαρη ήταν μια αριστούχος τοπογράφος του Πολυτεχνείου που εργαζόταν στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού. Εκεί, το 1954, γνώρισε τον τότε ταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο. Παρόλο που και οι δύο ήταν παντρεμένοι —εκείνος με τη Νίκη Βασιλειάδη και εκείνη με έναν αστυνομικό— ξεκίνησαν μια παράνομη σχέση που διήρκεσε πάνω από μια δεκαετία, κατά τη διάρκεια της οποίας απέκτησαν και μια κόρη, την Υπερμαχία, η οποία αρχικά μεγάλωνε με τους γονείς της Δέσποινας για να αποφευχθεί το σκάνδαλο.
Με την επιβολή της δικτατορίας, η προσωπική ζωή του Παπαδόπουλου έγινε πολιτικό ζήτημα. Το σύνθημα «Πατρίς - Θρησκεία - Οικογένεια» ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την εξωσυζυγική του σχέση, προκαλώντας πιέσεις από τους υπόλοιπους πραξικοπηματίες, όπως ο Στυλιανός Παττακός. Για να νομιμοποιηθεί η σχέση, η χούντα προχώρησε σε μια πρωτοφανή νομοθετική παρέμβαση: τη θέσπιση του «αυτόματου διαζυγίου». Ο νόμος, που ψηφίστηκε το βράδυ και καταργήθηκε το επόμενο πρωί, επέτρεπε τη λύση του γάμου σε όσους βρίσκονταν σε διάσταση για επτά έτη. Έτσι, ο Παπαδόπουλος εξέδωσε το διαζύγιό του εξπρές και παντρεύτηκε τη Δέσποινα το 1968 στη Μητρόπολη Αθηνών, σε μια τελετή που ευλόγησε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.
Ως πρώτη κυρία, η Δέσποινα Παπαδοπούλου απέκτησε ισχυρές διασυνδέσεις με την επιχειρηματική ελίτ της χώρας, αναπτύσσοντας ιδιαίτερα στενή σχέση με τον Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος παραχώρησε στο ζεύγος μια βίλα στο Λαγονήσι και μια λιμουζίνα για τις μετακινήσεις τους. Η ίδια ήταν φανατική φίλαθλος της ΑΕΚ και η παρουσία της στα γήπεδα ήταν συχνή, με πιο πολυσυζητημένη στιγμή την εμπλοκή της στην πορεία του Παναθηναϊκού προς το Γουέμπλεϊ το 1971. Χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή της, ισχυρίστηκε ότι ο Παττακός και ο Γιουγκοσλάβος πρέσβης την είχαν διαβεβαιώσει ότι ο κρίσιμος αγώνας με τον Ερυθρό Αστέρα ήταν «αγορασμένος», μια δήλωση που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και διαψεύσεις.
Μετά την πτώση της χούντας και τον θάνατο του Παπαδόπουλου, η Δέσποινα αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή, αντιμετωπίζοντας οικονομικές δυσκολίες και κατηγορίες για απάτη σε βάρος του δημοσίου, από τις οποίες τελικά αθωώθηκε. Μέχρι το τέλος της ζωής της το 2023, παρέμεινε πιστή στη μνήμη του συζύγου της, υποστηρίζοντας ότι δεν γνώριζε τίποτα για βασανιστήρια ή διωγμούς κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Η ίδια χαρακτήριζε την επταετία ως «επανάσταση» και επέμενε ότι έζησε μια ζωή αφοσιωμένη στον άνθρωπο που αγάπησε, αποτελώντας το τελευταίο ζωντανό κομμάτι μιας εποχής που σφράγισε ανεξίτηλα τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.