Ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης υπήρξε μια εμβληματική μορφή της νεότερης Ελλάδας, ο πρώτος αστυνομικός διευθυντής των Αθηνών που με την πυγμαία και τις ανορθόδοξες μεθόδους του κατάφερε να επιβάλει την τάξη σε μια εποχή γεμάτη προκλήσεις. Γεννημένος στο Αγρίνιο το 1832 με καταγωγή από το Σούλι, ακολούθησε μια λαμπρή στρατιωτική καριέρα συμμετέχοντας σε σημαντικά εθνικά γεγονότα, όπως η Κρητική Επανάσταση και ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897. Η φήμη του όμως εδραιώθηκε κυρίως μέσα από το έργο του στην αστυνόμευση της πρωτεύουσας, όπου κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη μάστιγα των κουτσαβάκηδων και της εγκληματικότητας στα στενά του Ψυρή και του Μοναστηρακίου.
Η δράση του Μπαϊρακτάρη ενάντια στους «μάγκες» της εποχής έμεινε στην ιστορία για τον συμβολικό και ταπεινωτικό της χαρακτήρα. Χρησιμοποιώντας επιλεγμένους ευζώνους, προχωρούσε σε δημόσιες διαπομπεύσεις στην πλατεία Ψυρή, όπου με το ψαλίδι του έκοβε τις αφέλειες, το μισό μουστάκι και το κρεμασμένο μανίκι από τα σακάκια των κουτσαβάκηδων, αχρηστεύοντας τα σύμβολα του νταηλικιού τους. Παράλληλα, με ένα σφυρί έσπαζε τα όπλα τους και έκοβε τις μυτερές άκρες των παπουτσιών τους, υποχρεώνοντάς τους να επιστρέψουν στην κοινωνία χωρίς τη φοβερή τους όψη, γεγονός που οδήγησε στη σταδιακή εξαφάνιση αυτής της ιδιότυπης παρανομίας.
Πέρα από την καταστολή των κουτσαβάκηδων, ο Μπαϊρακτάρης επέδειξε αξιοσημείωτη ευρηματικότητα και σε άλλες πτυχές των καθηκόντων του. Κατά τη διάρκεια των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 στην Αθήνα, κατάφερε να μηδενίσει τις κλοπές επιστρατεύοντας το φιλότιμο των ντόπιων μικροαπατεώνων, ζητώντας τους να προστατεύσουν την εικόνα της χώρας από τους ξένους λωποδύτες. Επίσης, δεν δίστασε να συγκρουστεί με το πολιτικό κατεστημένο, φτάνοντας στο σημείο να χαστουκίσει βουλευτή που του ζήτησε παράνομη χάρη για έναν εγκληματία, κερδίζοντας την απόλυτη στήριξη του πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη.
Η προσωπικότητα του Μπαϊρακτάρη, σκληρή αλλά δίκαιη, σφράγισε την αθηναϊκή ζωή στα τέλη του 19ου αιώνα. Υπήρξε ένας άνθρωπος των πράξεων που δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ακόμα και πυροσβεστικές αντλίες για να διαλύσει προεκλογικές συγκεντρώσεις που παραβίαζαν το ωράριο κοινής ησυχίας. Ο θάνατός του το 1904 από αποπληξία σήμανε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, αφήνοντας πίσω του τον θρύλο του αμείλικτου διώκτη της ανομίας, ο οποίος υμνήθηκε ακόμα και μέσα από τα ρεμπέτικα τραγούδια της εποχής για την ακεραιότητα και τη δύναμη του χαρακτήρα του.